οὐγγία: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(6_9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ouggia | |Transliteration C=ouggia | ||
|Beta Code=ou)ggi/a | |Beta Code=ou)ggi/a | ||
|Definition=or οὐγκία, ἡ, Lat. | |Definition=or [[οὐγκία]], ἡ, Lat. [[uncia]], as adopted by the Sicil. Greeks, Arist.''Fr.''510, Gal.13.789, Alex.Aphr.''in Top.''210.7:—written ὀγκία in Epich.203, Sophr.151: hence Adj. [[οὐγκιαῖος]], α, ον, [[of one uncia]], prob. in ''SIG''1042.23 (Sunium, ii/iii A. D.): οὐγκιασμός, ὁ, [[measurement by unciae]], in plural, Just.''Nov.''107.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὐγγία''': ἢ οὐγκία, ἡ, Λατ. uncia, γενομένη δεκτὴ παρὰ τοῖς ἐν Σικελίᾳ Ἕλλησι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 467· φέρεται δὲ [[ὀγκία]] Σώφρων καὶ Ἐπίχαρμος παρὰ Φωτ.· ἴδε ἐν λ. [[λίτρα]]. | |lstext='''οὐγγία''': ἢ οὐγκία, ἡ, Λατ. uncia, γενομένη δεκτὴ παρὰ τοῖς ἐν Σικελίᾳ Ἕλλησι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 467· φέρεται δὲ [[ὀγκία]] Σώφρων καὶ Ἐπίχαρμος παρὰ Φωτ.· ἴδε ἐν λ. [[λίτρα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ουγκιά, η (AM [[οὐγγία]] και οὐγκία, Α και [[ὀγκία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μονάδα]] βάρους σε διάφορες χώρες, που [[σήμερα]] ισούται με 28,34 γραμμάρια<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[δωδεκατημόριο]] του ασσαρίου ή γενικώς ενός συνόλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>uncia</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>unus</i> «[[ένας]]»), <b>πρβλ.</b> ιρλδ. <i>unga</i>, γοτθ. <i>unkja</i>, αρχ. αγγλοσαξ. <i>ynče</i>]. | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=οὐγκία<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: Lat. uncia.<br />Other forms: Also [[ὀγκία]] (Epich. 203) | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:11, 25 August 2023
English (LSJ)
or οὐγκία, ἡ, Lat. uncia, as adopted by the Sicil. Greeks, Arist.Fr.510, Gal.13.789, Alex.Aphr.in Top.210.7:—written ὀγκία in Epich.203, Sophr.151: hence Adj. οὐγκιαῖος, α, ον, of one uncia, prob. in SIG1042.23 (Sunium, ii/iii A. D.): οὐγκιασμός, ὁ, measurement by unciae, in plural, Just.Nov.107.1.
German (Pape)
[Seite 408] ἡ, auch οὐγκία, das lat. uncia, Unze, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
οὐγγία: ἢ οὐγκία, ἡ, Λατ. uncia, γενομένη δεκτὴ παρὰ τοῖς ἐν Σικελίᾳ Ἕλλησι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 467· φέρεται δὲ ὀγκία Σώφρων καὶ Ἐπίχαρμος παρὰ Φωτ.· ἴδε ἐν λ. λίτρα.
Greek Monolingual
και ουγκιά, η (AM οὐγγία και οὐγκία, Α και ὀγκία)
νεοελλ.
μονάδα βάρους σε διάφορες χώρες, που σήμερα ισούται με 28,34 γραμμάρια
μσν.-αρχ.
το δωδεκατημόριο του ασσαρίου ή γενικώς ενός συνόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. uncia (< unus «ένας»), πρβλ. ιρλδ. unga, γοτθ. unkja, αρχ. αγγλοσαξ. ynče].
Frisk Etymological English
οὐγκία
Grammatical information: f.
Meaning: Lat. uncia.
Other forms: Also ὀγκία (Epich. 203)