εὐκατόρθωτος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efkatorthotos | |Transliteration C=efkatorthotos | ||
|Beta Code=eu)kato/rqwtos | |Beta Code=eu)kato/rqwtos | ||
|Definition= | |Definition=εὐκατόρθωτον, [[easily effected]], πολιορκία D.S.34/5.2.45; χειρουργία Heliod. ap. Orib.44.23.23. Adv. [[εὐκατορθώτως]] Sch.A.R.1.246. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:13, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐκατόρθωτον, easily effected, πολιορκία D.S.34/5.2.45; χειρουργία Heliod. ap. Orib.44.23.23. Adv. εὐκατορθώτως Sch.A.R.1.246.
German (Pape)
[Seite 1074] leicht herzustellen, durchzuführen, Erkl. von εὐήνυτος, Hesych., u. so bei Sp. – Adv., Schol. Ap. Rh. 1, 246.
Russian (Dvoretsky)
εὐκατόρθωτος: легко завершаемый, без труда доводимый до конца Diod.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκατόρθωτος: -ον, εὐχερῶς κατορθούμενος, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 101. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 246.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐκατόρθωτος, -ον)
αυτός που κατορθώνεται, που επιτυγχάνεται εύκολα («εὐκατόρθωτος ἡ πολιορκία», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ-ορθωτος (< κατ-ορθώ)].