καλαμότομος: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kalamotomos
|Transliteration C=kalamotomos
|Beta Code=kalamo/tomos
|Beta Code=kalamo/tomos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">furnished with reeds cut for vine-poles</b>, κτῆμα <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>863.16</span> (ii A.D.).</span>
|Definition=καλαμότομον, [[furnished with reeds cut for vine-poles]], κτῆμα ''BGU''863.16 (ii A.D.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλαμότομος]], -ον (Α)<br />(για κλήματα ή αμπέλια) εφοδιασμένος με καλαμένιους πασσάλους ως στηρίγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), [[πρβλ]]. [[λαιμότομος]], [[υλότομος]]].
|mltxt=[[καλαμότομος]], -ον (Α)<br />(για κλήματα ή αμπέλια) εφοδιασμένος με καλαμένιους πασσάλους ως στηρίγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), [[πρβλ]]. [[λαιμότομος]], [[υλότομος]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰμότομος Medium diacritics: καλαμότομος Low diacritics: καλαμότομος Capitals: ΚΑΛΑΜΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: kalamótomos Transliteration B: kalamotomos Transliteration C: kalamotomos Beta Code: kalamo/tomos

English (LSJ)

καλαμότομον, furnished with reeds cut for vine-poles, κτῆμα BGU863.16 (ii A.D.).

Greek Monolingual

καλαμότομος, -ον (Α)
(για κλήματα ή αμπέλια) εφοδιασμένος με καλαμένιους πασσάλους ως στηρίγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμότομος, υλότομος].