λύχνον: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(6_21) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lychnon | |Transliteration C=lychnon | ||
|Beta Code=lu/xnon | |Beta Code=lu/xnon | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, = [[λύχνος]], Hippon. 22 Diehl, ''BGU''338.1, al. (ii/iii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λύχνον''': τό, = [[λύχνος]], Ἱππῶναξ παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 572. 21, ἐκτὸς ἐὰν τοῦτο λογισθῇ λάθος τῶν Γραμμ. προκῦψαν ἐκ τοῦ λύχνα, πληθ. τοῦ [[λύχνος]]. | |lstext='''λύχνον''': τό, = [[λύχνος]], Ἱππῶναξ παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 572. 21, ἐκτὸς ἐὰν τοῦτο λογισθῇ λάθος τῶν Γραμμ. προκῦψαν ἐκ τοῦ λύχνα, πληθ. τοῦ [[λύχνος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λύχνον]], τὸ (Α)<br />ο [[λύχνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[λύχνος]], [[κατά]] τα ουδέτερα]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:18, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, = λύχνος, Hippon. 22 Diehl, BGU338.1, al. (ii/iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 74] τό, = λύχνος, scheint nur im plur., der heterogenisch für λύχνοι steht, vorzukommen, Her. 2, 62. 133, wie auch Eur. Cycl. 512 λύχνα ἁμμένα δάϊα sagt u. aus Callim. frg. 252 λύχνα φανείη citirt wird, wie aus Hipponax im E. M.
Greek (Liddell-Scott)
λύχνον: τό, = λύχνος, Ἱππῶναξ παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 572. 21, ἐκτὸς ἐὰν τοῦτο λογισθῇ λάθος τῶν Γραμμ. προκῦψαν ἐκ τοῦ λύχνα, πληθ. τοῦ λύχνος.
Greek Monolingual
λύχνον, τὸ (Α)
ο λύχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λύχνος, κατά τα ουδέτερα].