χαράκτης: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=charaktis | |Transliteration C=charaktis | ||
|Beta Code=xara/kths | |Beta Code=xara/kths | ||
|Definition= | |Definition=χαράκτου, ὁ, [[stamper]], [[coiner]], Man.6.388. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 13:18, 25 August 2023
English (LSJ)
χαράκτου, ὁ, stamper, coiner, Man.6.388.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰράκτης: -ου, ὡς καὶ νῦν ὁ, χαράττων, ὁ τυπώνων νομίσματα, Μανέθων 6. 388.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και χαράχτης και θηλ. χαράκτρια και χαράχτρια Ν χαράσσω
νεοελλ.
1. τεχνίτης ειδικευμένος στην χάραξη επιγραφών, εικόνων ή σχεδίων πάνω σε λίθινες, ξύλινες ή μεταλλικές επιφάνειες
2. καλλιτέχνης που φιλοτεχνεί έργα χαρακτικής
αρχ.
κόπτης νομισμάτων.
German (Pape)
ὁ, der mit eingegrabenen Zügen bezeichnet, der Präger, z.B. der Münze, Maneth. 6.388.