συκοφαντώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sykofantodis
|Transliteration C=sykofantodis
|Beta Code=sukofantw/dhs
|Beta Code=sukofantw/dhs
|Definition=συκοφαντώδες, = συκοφαντικός δίκη Lys.''Fr.''1.1 (Comp.); κρίσεις D.S.15.40; [[κατηγορία]] Mitteis ''Chr.'' 68.19 (i A.D.); <b class="b3">οἱ Ἀττικοὶ σ.</b> Dicaearch.1.4.
|Definition=συκοφαντῶδες, = συκοφαντικός δίκη Lys.''Fr.''1.1 (Comp.); κρίσεις D.S.15.40; [[κατηγορία]] Mitteis ''Chr.'' 68.19 (i A.D.); <b class="b3">οἱ Ἀττικοὶ σ.</b> Dicaearch.1.4.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκοφαντώδης Medium diacritics: συκοφαντώδης Low diacritics: συκοφαντώδης Capitals: ΣΥΚΟΦΑΝΤΩΔΗΣ
Transliteration A: sykophantṓdēs Transliteration B: sykophantōdēs Transliteration C: sykofantodis Beta Code: sukofantw/dhs

English (LSJ)

συκοφαντῶδες, = συκοφαντικός δίκη Lys.Fr.1.1 (Comp.); κρίσεις D.S.15.40; κατηγορία Mitteis Chr. 68.19 (i A.D.); οἱ Ἀττικοὶ σ. Dicaearch.1.4.

German (Pape)

[Seite 974] ες, sykophantenähnlich, -artig, D. Sic. 15, 40.

Russian (Dvoretsky)

σῡκοφαντώδης: имеющий сикофантский характер (κρίσεις Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

σῡκοφαντώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς συκοφάντην, Λυσί. Ἀποσπ. 2. 1, Διόδ. 15. 40.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α συκοφάντης
συκοφαντικός.