μαγειρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(23)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mageirodis
|Transliteration C=mageirodis
|Beta Code=mageirw/dhs
|Beta Code=mageirw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">butcherly</b>, φονικὴ καὶ μ. ψυχή <span class="bibl">Eun.<span class="title">VS</span>p.480</span> B.</span>
|Definition=μαγειρῶδες, [[butcherly]], φονικὴ καὶ μ. ψυχή Eun.''VS''p.480 B.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαγειρώδης]], -ώδες (Α)<br />[[μάγειρος]]<br />αυτός που μοιάζει με σφαγέα, με μάγειρο («φονικὴν καὶ μαγειρώδη ψυχήν», Ευνάπ.).
|mltxt=[[μαγειρώδης]], -ώδες (Α)<br />[[μάγειρος]]<br />αυτός που μοιάζει με σφαγέα, με μάγειρο («φονικὴν καὶ μαγειρώδη ψυχήν», Ευνάπ.).
}}
{{pape
|ptext=ες, <i>auf Art eines Koches</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 06:30, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγειρώδης Medium diacritics: μαγειρώδης Low diacritics: μαγειρώδης Capitals: ΜΑΓΕΙΡΩΔΗΣ
Transliteration A: mageirṓdēs Transliteration B: mageirōdēs Transliteration C: mageirodis Beta Code: mageirw/dhs

English (LSJ)

μαγειρῶδες, butcherly, φονικὴ καὶ μ. ψυχή Eun.VSp.480 B.

Greek (Liddell-Scott)

μαγειρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος μαγείρῳ, Εὐνάπ. ἐν Βίοις Σοφιστ. σ. 63.

Greek Monolingual

μαγειρώδης, -ώδες (Α)
μάγειρος
αυτός που μοιάζει με σφαγέα, με μάγειρο («φονικὴν καὶ μαγειρώδη ψυχήν», Ευνάπ.).

German (Pape)

ες, auf Art eines Koches, Sp.