Κίσσιος: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
m (Text replacement - "*" to "*")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Kissios
|Transliteration C=Kissios
|Beta Code=*ki/ssios
|Beta Code=*ki/ssios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">from Cissia</b>, in southern Persia, γῆ <span class="bibl">Hdt.5.49</span>, etc.; <b class="b3">κισσία ἰηλεμίστρια</b> <b class="b2">hired</b> mourner, <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>423</span>(lyr.).</span>
|Definition=α, ον, of or from [[Cissia]], in southern Persia, γῆ [[Herodotus|Hdt.]]5.49, etc.; <b class="b3">κισσία ἰηλεμίστρια</b> [[hired]] mourner, A.''Ch.''423(lyr.).
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de Kissie, <i>en Susiane</i>.<br />'''Étymologie:'''.
}}
{{elru
|elrutext='''Κίσσιος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[киссиец]] (представитель племени в Сузиане) Her.<br />киссийский Aesch.: Κισσίη γῆ или [[χώρη]] Her. = [[Κισσία]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Κίσσιος''': -α, -ον, ὁ ἐκ Κισσίας τῆς νοτίου Περσίας, Ἡρόδ. 5. 49, κτλ.· Κισσία ἰηλεμίστρια, γυνὴ ᾄδουσα ἐκτεθηλυμμένον θρῆνον, Αἰσχύλ. Χο. 423· πρβλ. Μαριάνδυνος, Μυσός.
|lstext='''Κίσσιος''': -α, -ον, ὁ ἐκ Κισσίας τῆς νοτίου Περσίας, Ἡρόδ. 5. 49, κτλ.· Κισσία ἰηλεμίστρια, γυνὴ ᾄδουσα ἐκτεθηλυμμένον θρῆνον, Αἰσχύλ. Χο. 423· πρβλ. Μαριάνδυνος, Μυσός.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de Kissie, <i>en Susiane</i>.<br />'''Étymologie:'''.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Κίσσιος:''' -α, -ον, από την Κισσία της νότιας Περσίας, σε Ηρόδ.· Κισσία [[ἰηλεμίστρια]], θλιμμένη [[γυναίκα]] από την Κισσιά, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''Κίσσιος:''' -α, -ον, από την Κισσία της νότιας Περσίας, σε Ηρόδ.· Κισσία [[ἰηλεμίστρια]], θλιμμένη [[γυναίκα]] από την Κισσιά, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''Κίσσιος:''' <b class="num">II</b> ὁ киссиец (представитель племени в Сузиане) Her.<br />киссийский Aesch.: Κισσίη γῆ или [[χώρη]] Her. = [[Κισσία]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Κίσσιος]], η, ον<br />of or from Cissia in [[southern]] [[Persia]], Hdt.; Κισσία [[ἰηλεμίστρια]] a Cissian [[mourner]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[Κίσσιος]], η, ον<br />of or from Cissia in [[southern]] [[Persia]], Hdt.; Κισσία [[ἰηλεμίστρια]] a Cissian [[mourner]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κίσσιος Medium diacritics: Κίσσιος Low diacritics: Κίσσιος Capitals: ΚΙΣΣΙΟΣ
Transliteration A: Kíssios Transliteration B: Kissios Transliteration C: Kissios Beta Code: *ki/ssios

English (LSJ)

α, ον, of or from Cissia, in southern Persia, γῆ Hdt.5.49, etc.; κισσία ἰηλεμίστρια hired mourner, A.Ch.423(lyr.).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Kissie, en Susiane.
Étymologie:.

Russian (Dvoretsky)

Κίσσιος: IIкиссиец (представитель племени в Сузиане) Her.
киссийский Aesch.: Κισσίη γῆ или χώρη Her. = Κισσία.

Greek (Liddell-Scott)

Κίσσιος: -α, -ον, ὁ ἐκ Κισσίας τῆς νοτίου Περσίας, Ἡρόδ. 5. 49, κτλ.· Κισσία ἰηλεμίστρια, γυνὴ ᾄδουσα ἐκτεθηλυμμένον θρῆνον, Αἰσχύλ. Χο. 423· πρβλ. Μαριάνδυνος, Μυσός.

Greek Monotonic

Κίσσιος: -α, -ον, από την Κισσία της νότιας Περσίας, σε Ηρόδ.· Κισσία ἰηλεμίστρια, θλιμμένη γυναίκα από την Κισσιά, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Κίσσιος, η, ον
of or from Cissia in southern Persia, Hdt.; Κισσία ἰηλεμίστρια a Cissian mourner, Aesch.