ρίψη: Difference between revisions
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
m (Text replacement - "ῥῑψ" to "ῥῖψ") |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / ῥῖψις, | |mltxt=η / [[ῥῖψις]], ῥίψεως, ΝΜΑ [[ῥίπτω]]<br />το να ρίχνει [[κανείς]] [[κάτι]], [[βολή]], εκσφενδόνιση (α. «μέτρια [[ρίψη]], πολύ [[κάτω]] από το ατομικό του [[ρεκόρ]]» β. «τὴν ῥῖψιν αὐτῶν εἰς τὸν βυθόν», <b>Στράβ.</b><br />γ. «τοξικὴ καὶ πᾶσα ῥῖψις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι ρίψεις</i><br />τα αθλήματα του ακοντισμού, της σφαίρας, της σφύρας και του δίσκου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ῥίψεις ὀμμάτων» — ματιές<br />β) «ῥῖψις ὄμματος» — [[χαλάρωση]] βλεφάρου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:31, 26 September 2023
Greek Monolingual
η / ῥῖψις, ῥίψεως, ΝΜΑ ῥίπτω
το να ρίχνει κανείς κάτι, βολή, εκσφενδόνιση (α. «μέτρια ρίψη, πολύ κάτω από το ατομικό του ρεκόρ» β. «τὴν ῥῖψιν αὐτῶν εἰς τὸν βυθόν», Στράβ.
γ. «τοξικὴ καὶ πᾶσα ῥῖψις», Πλάτ.)
νεοελλ.
στον πληθ. οι ρίψεις
τα αθλήματα του ακοντισμού, της σφαίρας, της σφύρας και του δίσκου
αρχ.
φρ. α) «ῥίψεις ὀμμάτων» — ματιές
β) «ῥῖψις ὄμματος» — χαλάρωση βλεφάρου.