ναοδόμος: Difference between revisions
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
(6_15) |
m (Text replacement - "λιθο" to "λιθο") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=naodomos | |Transliteration C=naodomos | ||
|Beta Code=naodo/mos | |Beta Code=naodo/mos | ||
|Definition= | |Definition=ναοδόμον, ([[δέμω]]) [[temple-building]], τέχνη ''Epigr.Gr.''409.4 (Arycanda). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νᾱοδόμος''': -ον, ([[δέμω]]) ὁ οἰκοδομῶν, κτίζων ναούς, Γρηγόρ. Ναζιανζ. | |lstext='''νᾱοδόμος''': -ον, ([[δέμω]]) ὁ οἰκοδομῶν, κτίζων ναούς, Γρηγόρ. Ναζιανζ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ναοδόμος]], -ον (Α)<br />αυτός που κτίζει ναό ή που αναφέρεται στη [[ναοδομία]] («[[ναοδόμος]] [[τέχνη]]», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναός]] <span style="color: red;">+</span> [[δόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέμω]] «[[κτίζω]]»), <b>πρβλ.</b> λιθο-[[δόμος]], <i>οικο</i>-[[δόμος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:22, 26 October 2023
English (LSJ)
ναοδόμον, (δέμω) temple-building, τέχνη Epigr.Gr.409.4 (Arycanda).
Greek (Liddell-Scott)
νᾱοδόμος: -ον, (δέμω) ὁ οἰκοδομῶν, κτίζων ναούς, Γρηγόρ. Ναζιανζ.
Greek Monolingual
ναοδόμος, -ον (Α)
αυτός που κτίζει ναό ή που αναφέρεται στη ναοδομία («ναοδόμος τέχνη», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + δόμος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. λιθο-δόμος, οικο-δόμος.