τριχιάω: Difference between revisions
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
(6_2) |
|||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trichiao | |Transliteration C=trichiao | ||
|Beta Code=trixia/w | |Beta Code=trixia/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[suffer]] from [[τριχίασις]] I, Gal.12.740.<br><span class="bld">II</span> [[suffer]] from [[τριχίασις]] III.1, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''587b26; of the breasts, ὁκόταν γυναικὶ μαζὸς τριχιήσῃ Hp.''Mul.''2.186 (τριχιάσηται Erot.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐχιάω''': [[πάσχω]] ἐκ τριχιάσεως (Ι), Γαλην. ΙΙ. [[πάσχω]] ἐκ τριχιάσεως (ΙΙΙ), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 11, 1· - ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐπὶ τῶν μαστῶν, [[ὁπόταν]] γυναικὶ ὁ μαζὸς τριχιάσηται (ὡς ὁ Foës. ἀντὶ τραχὺς γένηται) Ἱππ. 666. 31. | |lstext='''τρῐχιάω''': [[πάσχω]] ἐκ τριχιάσεως (Ι), Γαλην. ΙΙ. [[πάσχω]] ἐκ τριχιάσεως (ΙΙΙ), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 11, 1· - ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐπὶ τῶν μαστῶν, [[ὁπόταν]] γυναικὶ ὁ μαζὸς τριχιάσηται (ὡς ὁ Foës. ἀντὶ τραχὺς γένηται) Ἱππ. 666. 31. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῐχιάω:''' [[страдать грудницей]] Arst. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:10, 24 November 2023
English (LSJ)
A suffer from τριχίασις I, Gal.12.740.
II suffer from τριχίασις III.1, Arist.HA587b26; of the breasts, ὁκόταν γυναικὶ μαζὸς τριχιήσῃ Hp.Mul.2.186 (τριχιάσηται Erot.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχιάω: πάσχω ἐκ τριχιάσεως (Ι), Γαλην. ΙΙ. πάσχω ἐκ τριχιάσεως (ΙΙΙ), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 11, 1· - ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐπὶ τῶν μαστῶν, ὁπόταν γυναικὶ ὁ μαζὸς τριχιάσηται (ὡς ὁ Foës. ἀντὶ τραχὺς γένηται) Ἱππ. 666. 31.
Russian (Dvoretsky)
τρῐχιάω: страдать грудницей Arst.