ἐκβλητικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(10)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekvlitikos
|Transliteration C=ekvlitikos
|Beta Code=e)kblhtiko/s
|Beta Code=e)kblhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">serviceable for expelling</b>, τοξευμάτων <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>612a5</span> ; βελῶν <span class="bibl">Antig.<span class="title">Mir.</span>30</span>.</span>
|Definition=ἐκβλητική, ἐκβλητικόν, [[serviceable for expelling]], τοξευμάτων [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''612a5; βελῶν Antig.''Mir.''30.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que tiene la propiedad de expeler]], [[expulsivo]] c. gen. (τὸ [[δίκταμνον]]) ἐκβλητικὸν εἶναι τῶν τοξευμάτων ἐν τῷ σώματι Arist.<i>HA</i> 612<sup>a</sup>5, cf. Antig.<i>Mir</i>.30.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0754.png Seite 754]] ή, όν, zum Herausbringen, -ziehen dienlich, τῶν τοξευμάτων Arist. H. A. 9, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0754.png Seite 754]] ή, όν, zum Herausbringen, -ziehen dienlich, τῶν τοξευμάτων Arist. H. A. 9, 6.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκβλητικός:''' [[способный удалять]] (τῶν τοξευμάτων ἐν τῷ σώματι Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκβλητικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ ἐκβάλλῃ τι, [[μετὰ]] γεν., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 6, 2.
|lstext='''ἐκβλητικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ ἐκβάλλῃ τι, μετὰ γεν., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 6, 2.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que tiene la propiedad de expeler]], [[expulsivo]] c. gen. (τὸ [[δίκταμνον]]) ἐκβλητικὸν εἶναι τῶν τοξευμάτων ἐν τῷ σώματι Arist.<i>HA</i> 612<sup>a</sup>5, cf. Antig.<i>Mir</i>.30.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐκβλητικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]], τη [[δύναμη]] ή τον προορισμό να εκβάλλει [[κάτι]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐκβλητικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]], τη [[δύναμη]] ή τον προορισμό να εκβάλλει [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 22:16, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκβλητικός Medium diacritics: ἐκβλητικός Low diacritics: εκβλητικός Capitals: ΕΚΒΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ekblētikós Transliteration B: ekblētikos Transliteration C: ekvlitikos Beta Code: e)kblhtiko/s

English (LSJ)

ἐκβλητική, ἐκβλητικόν, serviceable for expelling, τοξευμάτων Arist.HA612a5; βελῶν Antig.Mir.30.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que tiene la propiedad de expeler, expulsivo c. gen. (τὸ δίκταμνον) ἐκβλητικὸν εἶναι τῶν τοξευμάτων ἐν τῷ σώματι Arist.HA 612a5, cf. Antig.Mir.30.

German (Pape)

[Seite 754] ή, όν, zum Herausbringen, -ziehen dienlich, τῶν τοξευμάτων Arist. H. A. 9, 6.

Russian (Dvoretsky)

ἐκβλητικός: способный удалять (τῶν τοξευμάτων ἐν τῷ σώματι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκβλητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ ἐκβάλλῃ τι, μετὰ γεν., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 6, 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐκβλητικός, -ή, -όν)
αυτός που έχει την ιδιότητα, τη δύναμη ή τον προορισμό να εκβάλλει κάτι.