ἐκβλητικός: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekvlitikos | |Transliteration C=ekvlitikos | ||
|Beta Code=e)kblhtiko/s | |Beta Code=e)kblhtiko/s | ||
|Definition=ἐκβλητική, ἐκβλητικόν, [[serviceable for expelling]], τοξευμάτων Arist.''HA''612a5; βελῶν Antig.''Mir.''30. | |Definition=ἐκβλητική, ἐκβλητικόν, [[serviceable for expelling]], τοξευμάτων [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''612a5; βελῶν Antig.''Mir.''30. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 22:16, 24 November 2023
English (LSJ)
ἐκβλητική, ἐκβλητικόν, serviceable for expelling, τοξευμάτων Arist.HA612a5; βελῶν Antig.Mir.30.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que tiene la propiedad de expeler, expulsivo c. gen. (τὸ δίκταμνον) ἐκβλητικὸν εἶναι τῶν τοξευμάτων ἐν τῷ σώματι Arist.HA 612a5, cf. Antig.Mir.30.
German (Pape)
[Seite 754] ή, όν, zum Herausbringen, -ziehen dienlich, τῶν τοξευμάτων Arist. H. A. 9, 6.
Russian (Dvoretsky)
ἐκβλητικός: способный удалять (τῶν τοξευμάτων ἐν τῷ σώματι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβλητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ ἐκβάλλῃ τι, μετὰ γεν., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 6, 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐκβλητικός, -ή, -όν)
αυτός που έχει την ιδιότητα, τη δύναμη ή τον προορισμό να εκβάλλει κάτι.