χειραφετέω: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(LSJ2 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=xeirafete/w | |Beta Code=xeirafete/w | ||
|Definition=v. [[emancipare]], ''Gloss.''. | |Definition=v. [[emancipare]], ''Gloss.''. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=χειραφετῶ, [[χειραφετέω]], ΝΜΑ [[χειράφετος]]<br />[[αφήνω]] κάποιον ελεύθερο, [[απελευθερώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απαλλάσσω]] ανήλικο από την πατρική [[εξουσία]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[απαλλάσσω]] [[γυναίκα]] από την [[εξουσία]] του άνδρα<br /><b>3.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από την [[επιρροή]] άλλου<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[χειραφετημένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που σκέπτεται και ενεργεί ελεύθερα<br /><b>5.</b> (η μτχ. θηλ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <b>συνεκδ.</b> αυτή που, εν [[ονόματι]] της ελευθερίας, παραβαίνει τους κανόνες της ευπρέπειας και της ηθικής. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 18:07, 14 December 2023
English (LSJ)
v. emancipare, Gloss..
Greek Monolingual
χειραφετῶ, χειραφετέω, ΝΜΑ χειράφετος
αφήνω κάποιον ελεύθερο, απελευθερώνω
νεοελλ.
απαλλάσσω ανήλικο από την πατρική εξουσία
2. (κατ' επέκτ.) απαλλάσσω γυναίκα από την εξουσία του άνδρα
3. απαλλάσσω κάποιον από την επιρροή άλλου
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) χειραφετημένος, -η, -ο
αυτός που σκέπτεται και ενεργεί ελεύθερα
5. (η μτχ. θηλ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεκδ. αυτή που, εν ονόματι της ελευθερίας, παραβαίνει τους κανόνες της ευπρέπειας και της ηθικής.