μεγαλοπρεπέως: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext=[[μεγᾰλοπρεπῶς]]: ион. [[μεγαλοπρεπέως|μεγᾰλοπρεπέως]] [[великолепно]], [[пышно]], [[богато]] (ξεινίζειν τινά Her.; δῶρα πέμψαι τινί Xen.; θύειν τῷ θεῷ Plut.).
|elrutext=[[μεγαλοπρεπῶς|μεγᾰλοπρεπῶς]]: ион. [[μεγαλοπρεπέως|μεγᾰλοπρεπέως]] [[великолепно]], [[пышно]], [[богато]] (ξεινίζειν τινά Her.; δῶρα πέμψαι τινί Xen.; θύειν τῷ θεῷ Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεγαλοπρεπέως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[μεγαλοπρεπής]].
|mltxt=[[μεγαλοπρεπέως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[μεγαλοπρεπής]].
}}
}}

Latest revision as of 17:18, 22 January 2024

English (Woodhouse)

(see also: μεγαλοπρεπής) splendidly

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search

French (Bailly abrégé)

adv.
magnifiquement, grandement;
Cp. μεγαλοπρεπέστερον, Sp. μεγαλοπρεπέστατα.
Étymologie: μεγαλοπρεπής.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοπρεπῶς: ион. μεγᾰλοπρεπέως великолепно, пышно, богато (ξεινίζειν τινά Her.; δῶρα πέμψαι τινί Xen.; θύειν τῷ θεῷ Plut.).

Greek Monolingual

μεγαλοπρεπέως (Α)
επίρρ. βλ. μεγαλοπρεπής.