ισήρετμος: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσήρετμος]], -ον (Α)<br />(για [[πλοίο]]) αυτό που έχει ίσον αριθμό κουπιών από τις δύο πλευρές του και συνεκδ. ίσο σε [[μέγεθος]] ή σε αριθμό με άλλα πλοία («Ἀργείων δὲ ταῑσδ' ἰσήρετμοι νᾱες [[ἕστασαν]] [[πέλας]]» — [[κοντά]] σ' αυτά είχαν αράξει τα πλοία τών Αργείων ίσα σε [[μέγεθος]] ή σε αριθμό με τα άλλα πλοία, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήρετμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρετμόν]] «[[κουπί]]») —το <i>η</i>- λόγω της συνθέσεως—, [[πρβλ]]. [[λευκήρετμος]], [[φιλήρετμος]]].
|mltxt=[[ἰσήρετμος]], -ον (Α)<br />(για [[πλοίο]]) αυτό που έχει ίσον αριθμό κουπιών από τις δύο πλευρές του και συνεκδ. ίσο σε [[μέγεθος]] ή σε αριθμό με άλλα πλοία («Ἀργείων δὲ ταῖσδ' ἰσήρετμοι νᾱες [[ἕστασαν]] [[πέλας]]» — [[κοντά]] σ' αυτά είχαν αράξει τα πλοία τών Αργείων ίσα σε [[μέγεθος]] ή σε αριθμό με τα άλλα πλοία, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήρετμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρετμόν]] «[[κουπί]]») —το <i>η</i>- λόγω της συνθέσεως—, [[πρβλ]]. [[λευκήρετμος]], [[φιλήρετμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Greek Monolingual

ἰσήρετμος, -ον (Α)
(για πλοίο) αυτό που έχει ίσον αριθμό κουπιών από τις δύο πλευρές του και συνεκδ. ίσο σε μέγεθος ή σε αριθμό με άλλα πλοία («Ἀργείων δὲ ταῖσδ' ἰσήρετμοι νᾱες ἕστασαν πέλας» — κοντά σ' αυτά είχαν αράξει τα πλοία τών Αργείων ίσα σε μέγεθος ή σε αριθμό με τα άλλα πλοία, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ήρετμος (< ἐρετμόν «κουπί») —το η- λόγω της συνθέσεως—, πρβλ. λευκήρετμος, φιλήρετμος].