άλυρος: Difference between revisions
From LSJ
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
(3) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄλυρος]], -ον (Α) [[λύρα]]<br /><b>1.</b> ο [[δίχως]] [[υπόκρουση]] λύρας, αυτός που δεν συνοδεύεται από [[λύρα]]<br /><b>2.</b> (για ποιήματα) αυτός που δεν αξίζει να συνοδευτεί από [[λύρα]], ο [[αταίριαστος]] για [[λύρα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Ἄιδος | |mltxt=[[ἄλυρος]], -ον (Α) [[λύρα]]<br /><b>1.</b> ο [[δίχως]] [[υπόκρουση]] λύρας, αυτός που δεν συνοδεύεται από [[λύρα]]<br /><b>2.</b> (για ποιήματα) αυτός που δεν αξίζει να συνοδευτεί από [[λύρα]], ο [[αταίριαστος]] για [[λύρα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Ἄιδος μοῖρ’ [[ἄλυρος]]», για τον θάνατο<br />«ὕμνοι ἄλυροι» άγριοι θρήνοι (που συνοδεύονται όχι από [[λύρα]] [[αλλά]] από αυλό). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:40, 6 February 2024
Greek Monolingual
ἄλυρος, -ον (Α) λύρα
1. ο δίχως υπόκρουση λύρας, αυτός που δεν συνοδεύεται από λύρα
2. (για ποιήματα) αυτός που δεν αξίζει να συνοδευτεί από λύρα, ο αταίριαστος για λύρα
3. φρ. «Ἄιδος μοῖρ’ ἄλυρος», για τον θάνατο
«ὕμνοι ἄλυροι» άγριοι θρήνοι (που συνοδεύονται όχι από λύρα αλλά από αυλό).