ληιάς: Difference between revisions
From LSJ
τράγος γένειον ἆρα πενθήσεις σύ γε → you, goat, will mourn your vanished beard | you will mourn your beard like the goat in the proverb
(1ba) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ληϊάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br />(ποιητ. θηλ. του [[ληΐδιος]]] [[γυναίκα]] που έχει συλληφθεί αιχμάλωτη («ληϊάδας τε | |mltxt=[[ληϊάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br />(ποιητ. θηλ. του [[ληΐδιος]]] [[γυναίκα]] που έχει συλληφθεί αιχμάλωτη («ληϊάδας τε γυναῖκας», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ληΐη]], ιων. τ. του [[λεία]], <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιάς</i> (<i>κρην</i>-<i>ιάς</i>, <i>ορεστ</i>-<i>ιάς</i>). Με την [[ίδια]] σημ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή ο τ. <i>rawijaja</i>, στον πληθυντικό, «οι αιχμάλωτες»]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=poet. fem. of [[ληίδιος]]<br />taken [[prisoner]], [[captive]], Il. | |mdlsjtxt=poet. fem. of [[ληίδιος]]<br />taken [[prisoner]], [[captive]], Il. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:40, 6 February 2024
Greek (Liddell-Scott)
ληιάς: ποιητ. θηλ. τοῦ ληίδιος, συλληφθεῖσα αἰχμάλωτος, αἰχμάλωτος, ληιάδας τε γυναῖκας Ἰλ. Υ. 193· Ἐπικ. δοτ. ληιάδεσσι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 612.
English (Autenrieth)
άδος: captive, Il. 20.193†.
Greek Monolingual
ληϊάς, -άδος, ἡ (Α)
(ποιητ. θηλ. του ληΐδιος] γυναίκα που έχει συλληφθεί αιχμάλωτη («ληϊάδας τε γυναῖκας», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληΐη, ιων. τ. του λεία, + επίθημα -ιάς (κρην-ιάς, ορεστ-ιάς). Με την ίδια σημ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή ο τ. rawijaja, στον πληθυντικό, «οι αιχμάλωτες»].