γελασίνος: Difference between revisions
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (θηλ. -νη, η) (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που γελάει διαρκώς, ο [[γελαστός]]<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>οἱ | |mltxt=ο (θηλ. -νη, η) (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που γελάει διαρκώς, ο [[γελαστός]]<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>οἱ γελασῖνοι</i> (<i>ὀδόντες</i>)<br />τα δόντια που φαίνονται όταν γελάμε, οι κοπτήρες<br /><b>3.</b> (θηλ. πληθ.) α) <i>αἱ γελασῖναι</i><br />τα λακκάκια που σχηματίζονται στα μάγουλα αυτών που γελάνε<br />β) τα λακκάκια που σχηματίζονται στους γλουτούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>γελασ</i>-, [[γελάω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ίνος</i> ([[πρβλ]]. <i>ελεγξίνος</i> «ο [[κριτικός]]», [[χυτρίνος]] «[[κοιλότητα]]» <b>κ.λπ.</b>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:40, 6 February 2024
Greek Monolingual
ο (θηλ. -νη, η) (AM)
1. αυτός που γελάει διαρκώς, ο γελαστός
2. πληθ. οἱ γελασῖνοι (ὀδόντες)
τα δόντια που φαίνονται όταν γελάμε, οι κοπτήρες
3. (θηλ. πληθ.) α) αἱ γελασῖναι
τα λακκάκια που σχηματίζονται στα μάγουλα αυτών που γελάνε
β) τα λακκάκια που σχηματίζονται στους γλουτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γελασ-, γελάω + -ίνος (πρβλ. ελεγξίνος «ο κριτικός», χυτρίνος «κοιλότητα» κ.λπ.)].