μεθυπίδαξ: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μεθυπῑδαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που αναβλύζει [[κρασί]] («μεθυπῑδαξ [[βότρυς]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέθυ]] «[[κρασί]]» <span style="color: red;">+</span> [[πῖδαξ]] «[[πηγή]]» ([[πρβλ]]. <i>πολυ</i>-<i>πίδαξ</i>)].
|mltxt=μεθυπῑδαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που αναβλύζει [[κρασί]] («μεθυπῖδαξ [[βότρυς]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέθυ]] «[[κρασί]]» <span style="color: red;">+</span> [[πῖδαξ]] «[[πηγή]]» ([[πρβλ]]. [[πολυπίδαξ]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:43, 6 February 2024

Greek Monolingual

μεθυπῑδαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που αναβλύζει κρασί («μεθυπῖδαξ βότρυς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + πῖδαξ «πηγή» (πρβλ. πολυπίδαξ)].