μεθυπίδαξ

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

Greek Monolingual

μεθυπῑδαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που αναβλύζει κρασί («μεθυπῖδαξ βότρυς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + πῖδαξ «πηγή» (πρβλ. πολυπίδαξ)].