ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
μεθυπῑδαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)αυτός που αναβλύζει κρασί («μεθυπῖδαξ βότρυς»).[ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + πῖδαξ «πηγή» (πρβλ. πολυπίδαξ)].