οινοδόκος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰνοδόκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται ή περιέχει [[κρασί]] («οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῑαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[οἰνοδόκος]]<br />[[δοχείο]] κρασιού («τὸν Ἀδριακοῡ νέκταρος οἰνοδόκον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξενο</i>-[[δόκος]].
|mltxt=[[οἰνοδόκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται ή περιέχει [[κρασί]] («οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῖαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[οἰνοδόκος]]<br />[[δοχείο]] κρασιού («τὸν Ἀδριακοῦ νέκταρος οἰνοδόκον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. [[ξενοδόκος]].
}}
}}

Latest revision as of 14:44, 6 February 2024

Greek Monolingual

οἰνοδόκος, -ον (Α)
1. αυτός που δέχεται ή περιέχει κρασί («οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῖαν», Πίνδ.)
2. το αρσ. ως ουσ.οἰνοδόκος
δοχείο κρασιού («τὸν Ἀδριακοῦ νέκταρος οἰνοδόκον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόκος.