λαμπαδεύω: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαμπαδεύω]] (Α [[λαμπάς]]<br /><b>1.</b> [[καίω]] σαν [[λαμπάδα]] («ἔφησε ταῖς κατεχούσαις Σικελίαν θεαῑς... πεποιῆσθαι εὐχὰς λαμπαδεύειν ἁπάσας τὰς ναῦς», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>λαμπαδεύομαι</i><br />[[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[λαμπαδηδρομία]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> φωτίζομαι με λαμπάδες.
|mltxt=[[λαμπαδεύω]] (Α [[λαμπάς]]<br /><b>1.</b> [[καίω]] σαν [[λαμπάδα]] («ἔφησε ταῖς κατεχούσαις Σικελίαν θεαῖς... πεποιῆσθαι εὐχὰς λαμπαδεύειν ἁπάσας τὰς ναῦς», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>λαμπαδεύομαι</i><br />[[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[λαμπαδηδρομία]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> φωτίζομαι με λαμπάδες.
}}
}}

Revision as of 14:45, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπᾰδεύω Medium diacritics: λαμπαδεύω Low diacritics: λαμπαδεύω Capitals: ΛΑΜΠΑΔΕΥΩ
Transliteration A: lampadeúō Transliteration B: lampadeuō Transliteration C: lampadeyo Beta Code: lampadeu/w

English (LSJ)

A make into a λαμπάς, D.S.20.7.
II Pass., to be lighted by torches, Sch.S.OC1048.
2 to be handed on like a torch (in the race), Ph. 1.478.
III Med., = λαμπαδίζω, Ael.Fr.286.

German (Pape)

[Seite 11] zur Fackel machen, als Fackel brauchen, ἁπάσας τὰς ναῦς D. Sic. 20, 7. – Im med. = λαμπαδίζω, Schol. Soph. O. C. 1047.

Russian (Dvoretsky)

λαμπᾰδεύω: превращать в горящие факелы, т. е. сжигать (ἁπάσας τὰς ναῦς Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

λαμπᾰδεύω: καίω, κατακαίω, λαμπαδεύσειν ἁπάσας τὰς ναῦς Διόδ. 20. 7. ΙΙ. Παθ., καταλάμπομαι, φωταγωγοῦμαι διὰ λαμπάδων, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 1047. 2) μεταδίδομαι διαδοχικῶς ὡς ἡ λαμπὰς (ἐν τῷ ἀγῶνι τῆς λαμπαδηδρομίας), Φίλων 1. 478. 3) = λαμπαδίζω. Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.

Greek Monolingual

λαμπαδεύωλαμπάς
1. καίω σαν λαμπάδα («ἔφησε ταῖς κατεχούσαις Σικελίαν θεαῖς... πεποιῆσθαι εὐχὰς λαμπαδεύειν ἁπάσας τὰς ναῦς», Διόδ.)
2. μέσ. λαμπαδεύομαι
λαμβάνω μέρος σε λαμπαδηδρομία
3. παθ. φωτίζομαι με λαμπάδες.