πει: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br /> και πι, το / πεῖ, και | |mltxt=<b>(I)</b><br /> και πι, το / πεῖ, και πῖ, ΝΜΑ<br /> η [[ονομασία]] του γράμματος <i>π</i>.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην Ελληνική του γράμματος <i>p</i><i>ē</i> του βορειοσημιτικού αλφαβήτου που σήμαινε αρχικά το «[[στόμα]]». Η αρχική [[απόδοση]] του <i>πεῖ</i> ήταν με νόθο δίφθογγο / ē / ενώ η γρφ. <i>πῖ</i> [[είναι]] νεώτερο [[προϊόν]] ιωτακισμού. Η [[ονομασία]] του γράμματος <i>πεῖ</i> φαίνεται ότι αποτέλεσε το [[πρότυπο]] της ονομασίας των <i>φεῖ</i>, <i>χεῖ</i>, <i>ψεῖ</i> και <i>ξεῖ</i> (<b>βλ.</b> και εγκυκλοπαιδικό λ. -<i>π</i>-)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:45, 6 February 2024
English (LSJ)
Doric indef., anywhere, SIG 527.126 (Dreros, iii BC).
Greek Monolingual
(I)
και πι, το / πεῖ, και πῖ, ΝΜΑ
η ονομασία του γράμματος π.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική του γράμματος pē του βορειοσημιτικού αλφαβήτου που σήμαινε αρχικά το «στόμα». Η αρχική απόδοση του πεῖ ήταν με νόθο δίφθογγο / ē / ενώ η γρφ. πῖ είναι νεώτερο προϊόν ιωτακισμού. Η ονομασία του γράμματος πεῖ φαίνεται ότι αποτέλεσε το πρότυπο της ονομασίας των φεῖ, χεῖ, ψεῖ και ξεῖ (βλ. και εγκυκλοπαιδικό λ. -π-)].