ούτε: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
m (Text replacement - "ὑμεῑς" to "ὑμεῖς")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[οὔτε]])<br />(αρνητικό επίρρ. και [[συμπλεκτικός]] σύνδ. συν. [[διπλός]] ή [[πολλαπλός]] ο [[οποίος]] συνδέει παρατακτικά αρνητικές προτ. ή έννοιες) και όχι, και δεν (α. «[[ούτε]] πήγα, [[ούτε]] τηλεφώνησα» β. «[[οὔτε]] γὰρ ἵνα ἡ [[γένεσις]] μὴ ἐπιλείπῃ», <b>Αριστοτ.</b> γ. «[[οὔτε]] τι [[μάντις]] ἐὼν οὔτ' οἰωνῶν [[σάφα]] εἰδώς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(αρνητικό [[μόριο]] ως επιδοτικό) [[ουδέ]] καν («δεν έμεινε [[ούτε]] [[ψίχουλο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />ΧΡΗΣΕΙΣ: 1. σε μία από τις δύο προτάσεις που συνδέονται με το [[ούτε]] μπορεί να εισαχθεί μερικότερη αρνητική [[πρόταση]] με το [[ουδέ]] («[[οὔτε]]... ἀπέφηνεν οὐδὲ παρέσχηται [[μάρτυρας]], οὔτ' αὖ τὸν ἀριθμὸν... ἐπανέφερεν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> μερικές φορές με πολλές προτάσεις που εκφέρονται με το [[ούτε]], η τελευταία εκφέρεται εμφατικά με το [[ουδέ]] («[[οὔτε]] φάρμακα [[οὔτε]] καύσεις [[οὔτε]] τομαὶ οὐδ' αὖ ἐπωδαί», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μετά]] το [[ούτε]] ακολουθεί μερικές φορές καταφατική [[πρόταση]] με το <i>τε</i> («[[οὔτε]] γὰρ οἱ βάρβαροι ἄλκιμοί εἰσι, ὑμεῖς τε τὰ ἐς τὸν πόλεμον... ἀνήκετε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συχνά]] [[κατά]] ανακόλουθο [[σχήμα]] ακολουθείται από το <i>δε</i> («[[οὔτε]] πλοῑά ἐστιν οἷς ἀποπλευσούμεθα, μένουσι δὲ αὐτοῦ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> όταν τα [[ούτε]] και [[μήτε]] βρίσκονται [[μαζί]] το καθένα διατηρεί τη δική του [[έννοια]] («ἀναιδὴς οὔτ' [[εἰμὶ]] [[μήτε]] γενοίμην» — [[ούτε]] [[είμαι]] [[αναιδής]] και [[μακάρι]] να μη γίνω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> αρνητικό [[μόριο]] <span style="color: red;"><</span> <i>οὐ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>τε</i> (<b>πρβλ.</b> [[μήτε]])].
|mltxt=(ΑΜ [[οὔτε]])<br />(αρνητικό επίρρ. και [[συμπλεκτικός]] σύνδ. συν. [[διπλός]] ή [[πολλαπλός]] ο [[οποίος]] συνδέει παρατακτικά αρνητικές προτ. ή έννοιες) και όχι, και δεν (α. «[[ούτε]] πήγα, [[ούτε]] τηλεφώνησα» β. «[[οὔτε]] γὰρ ἵνα ἡ [[γένεσις]] μὴ ἐπιλείπῃ», <b>Αριστοτ.</b> γ. «[[οὔτε]] τι [[μάντις]] ἐὼν οὔτ' οἰωνῶν [[σάφα]] εἰδώς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(αρνητικό [[μόριο]] ως επιδοτικό) [[ουδέ]] καν («δεν έμεινε [[ούτε]] [[ψίχουλο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />ΧΡΗΣΕΙΣ: 1. σε μία από τις δύο προτάσεις που συνδέονται με το [[ούτε]] μπορεί να εισαχθεί μερικότερη αρνητική [[πρόταση]] με το [[ουδέ]] («[[οὔτε]]... ἀπέφηνεν οὐδὲ παρέσχηται [[μάρτυρας]], οὔτ' αὖ τὸν ἀριθμὸν... ἐπανέφερεν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> μερικές φορές με πολλές προτάσεις που εκφέρονται με το [[ούτε]], η τελευταία εκφέρεται εμφατικά με το [[ουδέ]] («[[οὔτε]] φάρμακα [[οὔτε]] καύσεις [[οὔτε]] τομαὶ οὐδ' αὖ ἐπωδαί», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μετά]] το [[ούτε]] ακολουθεί μερικές φορές καταφατική [[πρόταση]] με το <i>τε</i> («[[οὔτε]] γὰρ οἱ βάρβαροι ἄλκιμοί εἰσι, ὑμεῖς τε τὰ ἐς τὸν πόλεμον... ἀνήκετε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συχνά]] [[κατά]] ανακόλουθο [[σχήμα]] ακολουθείται από το <i>δε</i> («[[οὔτε]] πλοῖά ἐστιν οἷς ἀποπλευσούμεθα, μένουσι δὲ αὐτοῦ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> όταν τα [[ούτε]] και [[μήτε]] βρίσκονται [[μαζί]] το καθένα διατηρεί τη δική του [[έννοια]] («ἀναιδὴς οὔτ' [[εἰμὶ]] [[μήτε]] γενοίμην» — [[ούτε]] [[είμαι]] [[αναιδής]] και [[μακάρι]] να μη γίνω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> αρνητικό [[μόριο]] <span style="color: red;"><</span> <i>οὐ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>τε</i> (<b>πρβλ.</b> [[μήτε]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Greek Monolingual

(ΑΜ οὔτε)
(αρνητικό επίρρ. και συμπλεκτικός σύνδ. συν. διπλός ή πολλαπλός ο οποίος συνδέει παρατακτικά αρνητικές προτ. ή έννοιες) και όχι, και δεν (α. «ούτε πήγα, ούτε τηλεφώνησα» β. «οὔτε γὰρ ἵνα ἡ γένεσις μὴ ἐπιλείπῃ», Αριστοτ. γ. «οὔτε τι μάντις ἐὼν οὔτ' οἰωνῶν σάφα εἰδώς», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
(αρνητικό μόριο ως επιδοτικό) ουδέ καν («δεν έμεινε ούτε ψίχουλο»)
αρχ.
ΧΡΗΣΕΙΣ: 1. σε μία από τις δύο προτάσεις που συνδέονται με το ούτε μπορεί να εισαχθεί μερικότερη αρνητική πρόταση με το ουδέοὔτε... ἀπέφηνεν οὐδὲ παρέσχηται μάρτυρας, οὔτ' αὖ τὸν ἀριθμὸν... ἐπανέφερεν», Δημοσθ.)
2. μερικές φορές με πολλές προτάσεις που εκφέρονται με το ούτε, η τελευταία εκφέρεται εμφατικά με το ουδέοὔτε φάρμακα οὔτε καύσεις οὔτε τομαὶ οὐδ' αὖ ἐπωδαί», Πλάτ.)
3. μετά το ούτε ακολουθεί μερικές φορές καταφατική πρόταση με το τεοὔτε γὰρ οἱ βάρβαροι ἄλκιμοί εἰσι, ὑμεῖς τε τὰ ἐς τὸν πόλεμον... ἀνήκετε», Ηρόδ.)
4. συχνά κατά ανακόλουθο σχήμα ακολουθείται από το δεοὔτε πλοῖά ἐστιν οἷς ἀποπλευσούμεθα, μένουσι δὲ αὐτοῦ», Ξεν.)
5. όταν τα ούτε και μήτε βρίσκονται μαζί το καθένα διατηρεί τη δική του έννοια («ἀναιδὴς οὔτ' εἰμὶ μήτε γενοίμην» — ούτε είμαι αναιδής και μακάρι να μη γίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. αρνητικό μόριο < οὐ + τε (πρβλ. μήτε)].