σπληνίο: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410
(38)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[σπληνίον]], ΝΜΑ [[σπλήν]], -<i>ηνός</i>]<br /> [[τεμάχιο]] διπλωμένης αποστειρωμένης [[γάζας]] που χρησιμοποιείται για αποοπόγγιοη, [[αιμόσταση]] και [[επικάλυψη]] τραυμάτων<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>φρ.</b> «[[σπληνίο]] μεσολοβίου»<br /> <b>ανατ.</b> το [[πίσω]] [[άκρο]] του μεσολοβίου [[ανάμεσα]] στα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου<br /> <b>αρχ.</b><br /> [[ονομασία]] των [[φυτών]] ἀσπλήνιον, ἡμιονῑτις, κυνόγλωσσο, περικλύμενο.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπλήν]], <i>σπληνός</i>. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. [[είναι]] [[αντιδάνειος]], <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>splenium</i>].
|mltxt=το / [[σπληνίον]], ΝΜΑ [[σπλήν]], -<i>ηνός</i>]<br /> [[τεμάχιο]] διπλωμένης αποστειρωμένης [[γάζας]] που χρησιμοποιείται για [[αποσπόγγιση]], [[αιμόσταση]] και [[επικάλυψη]] τραυμάτων<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>φρ.</b> «[[σπληνίο]] μεσολοβίου»<br /> <b>ανατ.</b> το [[πίσω]] [[άκρο]] του μεσολοβίου [[ανάμεσα]] στα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου<br /> <b>αρχ.</b><br /> [[ονομασία]] των [[φυτών]] ἀσπλήνιον, ἡμιονῖτις, κυνόγλωσσο, περικλύμενο.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπλήν]], <i>σπληνός</i>. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. [[είναι]] [[αντιδάνειος]], <b>πρβλ.</b> αγγλ. [[splenium]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:48, 6 February 2024

Greek Monolingual

το / σπληνίον, ΝΜΑ σπλήν, -ηνός]
τεμάχιο διπλωμένης αποστειρωμένης γάζας που χρησιμοποιείται για αποσπόγγιση, αιμόσταση και επικάλυψη τραυμάτων
νεοελλ.
φρ. «σπληνίο μεσολοβίου»
ανατ. το πίσω άκρο του μεσολοβίου ανάμεσα στα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου
αρχ.
ονομασία των φυτών ἀσπλήνιον, ἡμιονῖτις, κυνόγλωσσο, περικλύμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήν, σπληνός. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. splenium].