συναποφύω: Difference between revisions
From LSJ
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synapofyo | |Transliteration C=synapofyo | ||
|Beta Code=sunapofu/w | |Beta Code=sunapofu/w | ||
|Definition= | |Definition=[[cause to branch off with]], of blood-vessels, Gal. ''UP''4.11:—Pass., ib.10.2, al. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για αιμοφόρα αγγεία) [[διακλαδίζομαι]]<br /><b>2.</b> (το μέσ.) [[συναποφύομαι]]<br />[[συνεκφύομαι]], εκφύομαι [[μαζί]] με άλλον («ἅπασι γὰρ τοῖς ἀπ' ἐγκεφάλου νεύροις συναποφύεταί τις | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για αιμοφόρα αγγεία) [[διακλαδίζομαι]]<br /><b>2.</b> (το μέσ.) [[συναποφύομαι]]<br />[[συνεκφύομαι]], εκφύομαι [[μαζί]] με άλλον («ἅπασι γὰρ τοῖς ἀπ' ἐγκεφάλου νεύροις συναποφύεταί τις μοῖρα της χονδροειδοῦς μήνιγγος», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀποφύω]] «[[φυτρώνω]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:49, 6 February 2024
English (LSJ)
cause to branch off with, of blood-vessels, Gal. UP4.11:—Pass., ib.10.2, al.
Greek Monolingual
Α
1. (για αιμοφόρα αγγεία) διακλαδίζομαι
2. (το μέσ.) συναποφύομαι
συνεκφύομαι, εκφύομαι μαζί με άλλον («ἅπασι γὰρ τοῖς ἀπ' ἐγκεφάλου νεύροις συναποφύεταί τις μοῖρα της χονδροειδοῦς μήνιγγος», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποφύω «φυτρώνω»].