ρινός: Difference between revisions
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
(36) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ και ὁ, Α<br /><b>1.</b> το [[δέρμα]] ζωντανού ανθρώπου (α. «ὦσε δ' ἀπὸ ῥινὸν τρηχὺς [[λίθος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[σπανίως]]) το [[δέρμα]] νεκρού («ῥινὸν δ' ἀπ' ὀστεόφιν ἐρύσαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δέρμα]] από ζώο, [[δορά]] (α. «ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἤμενοι ἐν | |mltxt=ἡ και ὁ, Α<br /><b>1.</b> το [[δέρμα]] ζωντανού ανθρώπου (α. «ὦσε δ' ἀπὸ ῥινὸν τρηχὺς [[λίθος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[σπανίως]]) το [[δέρμα]] νεκρού («ῥινὸν δ' ἀπ' ὀστεόφιν ἐρύσαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δέρμα]] από ζώο, [[δορά]] (α. «ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἤμενοι ἐν ῥινοῖσι βοῶν οὕς ἔκτανον αὐτοί», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «ἐν ῥινῶ λέοντος», <b>Πινδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ασπίδα]] από [[δέρμα]] βοδιού («σὺν ρ' ἔβαλον ῥινούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> το [[δέρμα]] [[πάνω]] στο οποίο τοποθετούσαν το [[βλήμα]] της σφενδόνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ῥινός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fῥῖνός</i>, με αρκτικό <i>F</i>-, όπως υποδηλώνουν το μυκηναϊκό <i>wirino</i> και οι τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[γρῖνος]]<br />[[δέρμα]], [[γρίντης]]<br />[[βυρσεύς]]) ανάγεται πιθ. σε μια ΙΕ [[ρίζα]] <i>wr</i><i>ī</i>- με σημ. «[[σχίζω]], [[χαράζω]], [[τέμνω]]» (<b>πρβλ.</b> αγγλοσαξ. <i>wr</i><i>ī</i><i>tan</i> «[[χαράζω]], [[γράφω]]», γερμ. <i>reissen</i> «[[σχίζω]]») με [[επίθημα]] -<i>vo</i>-<i>s</i>. Ξεκινώντας από τη [[ρίζα]], καταλήγουμε στο [[συμπέρασμα]] ότι η αρχική σημ. της λ. [[πρέπει]] να [[είναι]] «[[δέρμα]] που έχει σχιστεί και αφαιρεθεί από το ζώο» (<b>πρβλ.</b> [[δέρμα]]: [[δέρω]])]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[δέρμα]]). Σχετίζεται μέ τίς λέξεις: [[δέρω]], [[δέρμα]], [[κείρω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:50, 6 February 2024
Greek Monolingual
ἡ και ὁ, Α
1. το δέρμα ζωντανού ανθρώπου (α. «ὦσε δ' ἀπὸ ῥινὸν τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ.
β. «ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν», Ομ. Οδ.)
2. (σπανίως) το δέρμα νεκρού («ῥινὸν δ' ἀπ' ὀστεόφιν ἐρύσαι», Ομ. Οδ.)
3. δέρμα από ζώο, δορά (α. «ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Οδ.
β. «ἤμενοι ἐν ῥινοῖσι βοῶν οὕς ἔκτανον αὐτοί», Ομ. Οδ.
γ. «ἐν ῥινῶ λέοντος», Πινδ.)
4. ασπίδα από δέρμα βοδιού («σὺν ρ' ἔβαλον ῥινούς», Ομ. Ιλ.)
5. το δέρμα πάνω στο οποίο τοποθετούσαν το βλήμα της σφενδόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥινός (< Fῥῖνός, με αρκτικό F-, όπως υποδηλώνουν το μυκηναϊκό wirino και οι τ. που παραδίδει ο Ησύχ. γρῖνος
δέρμα, γρίντης
βυρσεύς) ανάγεται πιθ. σε μια ΙΕ ρίζα wrī- με σημ. «σχίζω, χαράζω, τέμνω» (πρβλ. αγγλοσαξ. wrītan «χαράζω, γράφω», γερμ. reissen «σχίζω») με επίθημα -vo-s. Ξεκινώντας από τη ρίζα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η αρχική σημ. της λ. πρέπει να είναι «δέρμα που έχει σχιστεί και αφαιρεθεί από το ζώο» (πρβλ. δέρμα: δέρω)].