τεκμηριώνω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439
(40)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=τεκμηριῶ, -όω, ΝΜΑ, και μέσ. τεκμηριοῡμαι, -όομαι, ΜΑ [[τεκμήριον]]<br />[[αποδεικνύω]] με τεκμήρια, [[στηρίζω]] [[άποψη]] σε [[τεκμήριο]] (α. «δεν τεκμηρίωσε ικανοποιητικά την άποψή του» β. «τεκμηριοῑ δὲ [[μάλιστα]] [[Ὅμηρος]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το γ' εν. πρόσ. ενεστ.) <i>τεκμηριώνεται</i><br />συνάγεται ως [[συμπέρασμα]], συμπεραίνεται βάσει τεκμηρίων<br /><b>μσν.</b><br />[[τεκμαίρομαι]], [[συμπεραίνω]], [[εικάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κάνω]] [[διάγνωση]] νόσου με [[βάση]] ορισμένα συμπτώματα.
|mltxt=τεκμηριῶ, -όω, ΝΜΑ, και μέσ. τεκμηριοῦμαι, -όομαι, ΜΑ [[τεκμήριον]]<br />[[αποδεικνύω]] με τεκμήρια, [[στηρίζω]] [[άποψη]] σε [[τεκμήριο]] (α. «δεν τεκμηρίωσε ικανοποιητικά την άποψή του» β. «τεκμηριοῖ δὲ [[μάλιστα]] [[Ὅμηρος]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το γ' εν. πρόσ. ενεστ.) <i>τεκμηριώνεται</i><br />συνάγεται ως [[συμπέρασμα]], συμπεραίνεται βάσει τεκμηρίων<br /><b>μσν.</b><br />[[τεκμαίρομαι]], [[συμπεραίνω]], [[εικάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κάνω]] [[διάγνωση]] νόσου με [[βάση]] ορισμένα συμπτώματα.
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Greek Monolingual

τεκμηριῶ, -όω, ΝΜΑ, και μέσ. τεκμηριοῦμαι, -όομαι, ΜΑ τεκμήριον
αποδεικνύω με τεκμήρια, στηρίζω άποψη σε τεκμήριο (α. «δεν τεκμηρίωσε ικανοποιητικά την άποψή του» β. «τεκμηριοῖ δὲ μάλιστα Ὅμηρος», Θουκ.)
νεοελλ.
(το γ' εν. πρόσ. ενεστ.) τεκμηριώνεται
συνάγεται ως συμπέρασμα, συμπεραίνεται βάσει τεκμηρίων
μσν.
τεκμαίρομαι, συμπεραίνω, εικάζω
αρχ.
κάνω διάγνωση νόσου με βάση ορισμένα συμπτώματα.