incomparable: Difference between revisions
From LSJ
Menander, fragment 761
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀναμίλλητος]], [[ἀνανταγώνιστος]], [[ἀνείκαστος]], [[ἀνεφάμιλλος]], [[ἀνυπέρθετος]], [[ἀξύμβλητος]], [[ἀπαράβλητος]], [[ἀπαράθετος]], [[ἀπαραμίλλητος]], [[ἀπαρείκαστος]], [[ἀσύγκριτος | |sltx=[[ἀναμίλλητος]], [[ἀνανταγώνιστος]], [[ἀνείκαστος]], [[ἀνεφάμιλλος]], [[ἀνυπέρθετος]], [[ἀξύμβλητος]], [[ἀπαράβλητος]], [[ἀπαράθετος]], [[ἀπαραμίλλητος]], [[ἀπαρείκαστος]], [[ἀσύγκριτος]], [[ἀσυμβίβαστος]], [[ἀσύμβλητος]], [[δυσπαράβλητος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:22, 13 February 2024
English > Greek (Woodhouse)
adjective
preeminent: P. and V. διαπρεπής, V. ἔξοχος.
Spanish > Greek
ἀναμίλλητος, ἀνανταγώνιστος, ἀνείκαστος, ἀνεφάμιλλος, ἀνυπέρθετος, ἀξύμβλητος, ἀπαράβλητος, ἀπαράθετος, ἀπαραμίλλητος, ἀπαρείκαστος, ἀσύγκριτος, ἀσυμβίβαστος, ἀσύμβλητος, δυσπαράβλητος