ἀπαράθετος

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαράθετος Medium diacritics: ἀπαράθετος Low diacritics: απαράθετος Capitals: ΑΠΑΡΑΘΕΤΟΣ
Transliteration A: aparáthetos Transliteration B: aparathetos Transliteration C: aparathetos Beta Code: a)para/qetos

English (LSJ)

ἀπαράθετον, not padded out with quotations, D.L.7.181: hence in Gramm., ἀπαράθετα words or phrases without quoted authority, prob. for ἀπαρένθ-, Et.Gud. s.v. ἀεί.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no necesita recurrir a citas ajenas τὰ Ἐπικούρου ... γεγραμμένα D.L.7.181
ἀπαράθετα palabras no atestiguadas por citas de autores, Et.Gud.25 (ap. crít.).
2 incomparable de Dios y sus atributos, Gr.Nyss.Hom.in Cant.16.18, Basil.M.29.569A
en gener., Eus.M.24.556C.

German (Pape)

[Seite 279] nicht daneben gesetzt, ohne beigesetzte Zeugnisse, D. L. 7, 181; bei den Gramm. Wörter, zu denen sich keine Stelle eines Schriftstellers beibringen läßt, s. Bast Greg. Cor. p. 348.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαράθετος: не составленный из чужих отрывков, не скомпилированный Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράθετος: -ον, ὁ μὴ κυρούμενος ὑπὸ παραλλήλων χωρίων ἢ ὁ μὴ συνιστάμενος ἐξ ἀποσπασμάτων, Διογ. Λ. 7, 181: ἐντεῦθεν παρὰ Γραμμ., ἀπαράθετα, λέξεις ἢ φράσεις ἄνευ παραθέσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ συγγραφέως ἐξ οὗ εἶναι εἰλημμέναι, Γρηγόρ. Κορίνθου (Bast) σ. 348. 2) ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος σύγκρισιν, ἀσύγκριτος, τὸ τοῦ παντοκράτορος Θεοῦ ἀπαράθετον Ἰγνατ. Ἐπιστ. π. Τραλλ. 5, σ. 62 ἔκδ. Cotel.

Greek Monolingual

ἀπαράθετος, -ον (AM)
αυτός που δεν πρέπει να τοποθετηθεί δίπλα σε κάποιον άλλο, που δεν επιδέχεται σύγκριση, ο ασύγκριτος
αρχ.
αυτός που δεν επικυρώνεται με παράθεση παράλληλων χωρίων ή αποσπασμάτων.

Translations

incomparable

Armenian: անհամեմատելի; Azerbaijani: misilsiz, bənzərsiz; Belarusian: непараўнальны; Bulgarian: несравним, безподобен; Catalan: incomparable; Chinese Cantonese: 冇得比; Mandarin: 無比的/无比的; Czech: nesrovnatelný; Dutch: onvergelijkbaar; Finnish: verraton, vertaansa vailla; French: incomparable; German: unvergleichlich; Greek: ασύγκριτος; Ancient Greek: ἀναμίλλητος, ἀνανταγώνιστος, ἀνείκαστος, ἀνεφάμιλλος, ἀνυπέρθετος, ἀξύμβλητος, ἀπαράβλητος, ἀπαράθετος, ἀπαραμίλλητος, ἀπαρείκαστος, ἀσύγκριτος, ἀσυμβίβαστος, ἀσύμβλητος, δυσπαράβλητος; Hungarian: összehasonlíthatatlan; Irish: dosháraithe; Italian: incomparabile; Macedonian: неспоредлив; Occitan: incomparable; Old English: unwiþmetendlīċ; Polish: nieporównywalny; Portuguese: incomparável; Romanian: incomparabil, necomparabil; Russian: несравнимый, несравненный, бесподобный; Sanskrit: अतुल्य; Slovak: neporovnateľný; Slovene: neprimerljiv; Spanish: incomparable, inigualable; Tagalog: walang-kahulilip; Telugu: సాటిలేని; Ukrainian: незрівнянний

unparalleled

Bulgarian: несравним; Chinese Mandarin: 無比的/无比的, 無雙的/无双的, 空前未有的, 無人能出其右的/无人能出其右的; Dutch: ongeëvenaard; English: beyond compare, incomparable, matchless, peerless, unequalled, unparalleled, unparallelled, unrivaled, unrivalled; Finnish: verraton, vertaansa vailla, ennätyksellinen; French: sans égal, incomparable; Greek: άκρως χαρισματικός, άλλος τέτοιος δεν υπάρχει, αμίμητος, ανεπανάληπτος, άνευ προηγουμένου, ανυπέρβλητος, αξεπέραστος, άπαικτος, άπαιχτος, απαραλλήλιστος, απαράμιλλης αξίας, απαράμιλλος, ασύγκριτος, ασυναγώνιστος, άφθαστος, άφταστος, άψογος, δεν επιδέχεται σύγκριση, δεν έχει όμοιό της, δεν έχει όμοιό του, δεν παίζεται, δεν συγκρίνεται με κανέναν, δεν συγκρίνεται με τίποτα, δεν υπάρχει άλλος σαν κι αυτόν, δεν υπάρχει σύγκριση, ένα και μοναδικό, ένας και μοναδικός, εξαιρετικός, και ο πρώτος, καλύτερος με διαφορά, μακράν καλύτερος, με διαφορά ο καλύτερος, μία και μοναδική, μοναδικός, μοναδικός στο είδος του, πολύ μπροστά, πρωτάκουστος, πρωτοφανής, σαφώς καλύτερος, σκίζει, ύπατος, υπερέχων, χωρίς όμοιό της, χωρίς όμοιό του, χωρίς προηγούμενο, χωρίς ταίρι; Ottoman Turkish: ⁧اشسز⁩; Polish: bezprzykładny; Portuguese: ímpar; Russian: беспримерный, бесподобный, беспрецедентный; Sanskrit: अतुल्य; Spanish: sin par, sin parangón, señero; Turkish: eşşiz, benzersiz; Welsh: heb ail