ὠλένιος: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
(6_4) |
mNo edit summary |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=olenios | |Transliteration C=olenios | ||
|Beta Code=w)le/nios | |Beta Code=w)le/nios | ||
|Definition=α, ον, < | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[in the elbow]] or [[in the arm]], [[αἲξ ὠλένιος]] the [[star]] [[Capella]] [[in the elbow]] of [[Auriga]], Arat.164, v. Sch.; misinterpreted as [[Ὠλένιος]] (cf. [[Ὤλενος]]), Str.8.7.5.<br><span class="bld">II</span> v. [[Ὤλενος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠλένιος''': -α, -ον, ὁ κατὰ τὴν ὠλένην ἢ κατὰ τὸν βραχίονα εὑρισκόμενος, αἴξ ὠλ., ὁ ἀστὴρ τῆς αἰγὸς Capella ὁ ἐν τῷ ἀστερισμῷ τοῦ Ἠνιόχου Auraga, Ἄρατ. 164, ἴδε Σχόλ. | |lstext='''ὠλένιος''': -α, -ον, ὁ κατὰ τὴν ὠλένην ἢ κατὰ τὸν βραχίονα εὑρισκόμενος, αἴξ ὠλ., ὁ ἀστὴρ τῆς αἰγὸς Capella ὁ ἐν τῷ ἀστερισμῷ τοῦ Ἠνιόχου Auraga, Ἄρατ. 164, ἴδε Σχόλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[ὠλένιος]], -ία, -ον, ΝΑ [[ὠλένη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ωλένη]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ωλένη]] («ωλένιο [[νεύρο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «αἲξ ὠλενία» — ο [[αστέρας]] της Αιγός που βρίσκεται στον αστερισμό του Ηνιόχου <b>(Άρατ.)</b>. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[in den Ellenbogen]], [[in den Armen]]</i>, Arat. 164. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 21:25, 23 February 2024
English (LSJ)
α, ον,
A in the elbow or in the arm, αἲξ ὠλένιος the star Capella in the elbow of Auriga, Arat.164, v. Sch.; misinterpreted as Ὠλένιος (cf. Ὤλενος), Str.8.7.5.
II v. Ὤλενος.
Greek (Liddell-Scott)
ὠλένιος: -α, -ον, ὁ κατὰ τὴν ὠλένην ἢ κατὰ τὸν βραχίονα εὑρισκόμενος, αἴξ ὠλ., ὁ ἀστὴρ τῆς αἰγὸς Capella ὁ ἐν τῷ ἀστερισμῷ τοῦ Ἠνιόχου Auraga, Ἄρατ. 164, ἴδε Σχόλ.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὠλένιος, -ία, -ον, ΝΑ ὠλένη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωλένη
2. αυτός που βρίσκεται στην ωλένη («ωλένιο νεύρο»)
αρχ.
φρ. «αἲξ ὠλενία» — ο αστέρας της Αιγός που βρίσκεται στον αστερισμό του Ηνιόχου (Άρατ.).
German (Pape)
in den Ellenbogen, in den Armen, Arat. 164.