σχοινοβατία: Difference between revisions

From LSJ
mNo edit summary
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=, ΜΑ, και ιων. τ. σχοινοβατίη, Α<br /><b>βλ.</b> [[σχοινοβασία]].
|mltxt=[[σχοινοβασία]], η / [[σχοινοβατία]], ΝΜΑ, και ιων. τ. [[σχοινοβατίη]] Α<br />η [[τέχνη]] του [[σχοινοβάτης|σχοινοβάτη]], [[ισορροπία]], [[βάδισμα]] ή και [[χορός]] [[πάνω]] σε τεντωμένο [[σχοινί]], [[ακροβασία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι σχοινοβασίες</i><br />οι σχοινοβατικές ασκήσεις<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ριψοκίνδυνη [[ενέργεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοινοβάτης]]. Ο νεοελλ. τ. [[σχοινοβασία]] μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Ελληνογαλικόν Λεξικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].
}}
{{trml
|trtx====[[tightrope walking]]===
Armenian: լարախաղացություն, քյանդրբազություն; Catalan: funambulisme; English: [[rope dancing]], [[ropedancing]], [[tightrope walking]], [[funambulism]]; Finnish: nuorallatanssi, nuorallakävely; French: [[funambulisme]]; German: [[Seiltanz]], [[Seiltanzen]]; Greek: [[σχοινοβασία]]; Ancient Greek: [[σχοινοβατία]], [[σχοινοβατίη]], [[σχοινοβατική]], [[σχοινοβατικὴ τέχνη]], [[σχοινοδρομία]], [[σχοινοδρομίη]]; Hungarian: kötéltánc, kötéltáncolás; Indonesian: jalan tali; Korean: 줄타기; Latin: [[funem extentum ire]]; Polish: spacer po linie; Portuguese: [[funambulismo]]; Spanish: [[funambulismo]]; Volapük: jainadanüd, jainadanüdakan
 
ar: السير على الحبل المشدود; ast: funambulismu; bo: ཐག་འགྲོས།; ca: funambulisme; cs: chůze po laně; eu: funanbulismo; fi: nuorallakävely; he: הליכה על חבל; hy: լարախաղաց; it: [[funambolismo]]; ja: 綱渡り; kk: даршы; ko: 줄타기; ; nl: [[koorddansen]]; ru: [[хождение по канату]]; sr: hodanje po konopcu; sv: lindans; uk: канатоходіння; uz: dorbozlik; zh: 走钢丝
}}
}}

Latest revision as of 07:55, 25 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινοβατία Medium diacritics: σχοινοβατία Low diacritics: σχοινοβατία Capitals: ΣΧΟΙΝΟΒΑΤΙΑ
Transliteration A: schoinobatía Transliteration B: schoinobatia Transliteration C: schoinovatia Beta Code: sxoinobati/a

English (LSJ)

rope-dancing; v. σχοινοβατίη.

German (Pape)

[Seite 1057] ἡ, das Gehen, Tanzen auf dem Seile, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινοβατία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἡ τέχνη τοῦ σχοινοβάτου, Ἱππ. 366. 55 (ἴδε Littré 6, σ. 596)· καὶ σχοινοβατικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), Α. Β. 652.

Greek Monolingual

σχοινοβασία, η / σχοινοβατία, ΝΜΑ, και ιων. τ. σχοινοβατίη Α
η τέχνη του σχοινοβάτη, ισορροπία, βάδισμα ή και χορός πάνω σε τεντωμένο σχοινί, ακροβασία
νεοελλ.
1. στον πληθ. οι σχοινοβασίες
οι σχοινοβατικές ασκήσεις
2. μτφ. ριψοκίνδυνη ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινοβάτης. Ο νεοελλ. τ. σχοινοβασία μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].

Translations

tightrope walking

Armenian: լարախաղացություն, քյանդրբազություն; Catalan: funambulisme; English: rope dancing, ropedancing, tightrope walking, funambulism; Finnish: nuorallatanssi, nuorallakävely; French: funambulisme; German: Seiltanz, Seiltanzen; Greek: σχοινοβασία; Ancient Greek: σχοινοβατία, σχοινοβατίη, σχοινοβατική, σχοινοβατικὴ τέχνη, σχοινοδρομία, σχοινοδρομίη; Hungarian: kötéltánc, kötéltáncolás; Indonesian: jalan tali; Korean: 줄타기; Latin: funem extentum ire; Polish: spacer po linie; Portuguese: funambulismo; Spanish: funambulismo; Volapük: jainadanüd, jainadanüdakan

ar: السير على الحبل المشدود; ast: funambulismu; bo: ཐག་འགྲོས།; ca: funambulisme; cs: chůze po laně; eu: funanbulismo; fi: nuorallakävely; he: הליכה על חבל; hy: լարախաղաց; it: funambolismo; ja: 綱渡り; kk: даршы; ko: 줄타기; ; nl: koorddansen; ru: хождение по канату; sr: hodanje po konopcu; sv: lindans; uk: канатоходіння; uz: dorbozlik; zh: 走钢丝