ακροβάτης: Difference between revisions

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀκροβάτης]]) (Ν θηλ. ακροβάτις και ακροβάτρια)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βαδίζει στις μύτες τών ποδιών του<br /><b>2.</b> ο ειδικευμένος [[εκτελεστής]] γυμναστικών ασκήσεων με ή [[χωρίς]] όργανα, όπως η [[σχοινοβασία]], η [[αιώρηση]] κ.ά.<br /><b>3.</b> αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] τις ακροβασίες, ο [[επαγγελματίας]] [[ακροβάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εκτελεί τελετουργικές ακροβασίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ακρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροβατικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακροβασία]], [[ακροβατισμός]], [[ακροβατηδόν]]].
|mltxt=ο (Α [[ἀκροβάτης]]) (Ν θηλ. [[ακροβάτις]], [[ακροβάτισσα]] και [[ακροβάτρια]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βαδίζει στις μύτες τών ποδιών του<br /><b>2.</b> ο ειδικευμένος [[εκτελεστής]] γυμναστικών ασκήσεων με ή [[χωρίς]] όργανα, όπως η [[σχοινοβασία]], η [[αιώρηση]] κ.ά.<br /><b>3.</b> αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] τις ακροβασίες, ο [[επαγγελματίας]] [[ακροβάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εκτελεί τελετουργικές ακροβασίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ακρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροβατικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακροβασία]], [[ακροβατισμός]], [[ακροβατηδόν]]].
}}
{{trml
|trtx====[[acrobat]]===
Albanian: akrobat; Arabic: ⁧بَهْلَوَان⁩; Armenian: ակրոբատ; Basque: akrobata; Catalan: acròbata, equilibrista; Chinese Mandarin: 雜技演員/杂技演员, 馬戲演員/马戏演员; Czech: akrobat, akrobatka; Danish: akrobat; Dutch: [[acrobaat]], [[acrobate]]; Esperanto: akrobato, akrobatino, ekvilibristo, ekvilibristino; Estonian: akrobaat; Finnish: akrobaatti, tasapainotaiteilija; French: [[acrobate]]; Georgian: ჯამბაზი; German: [[Akrobat]], [[Akrobatin]]; Greek: [[ακροβάτης]], [[ακροβάτισσα]]; Ancient Greek: [[ἀκροβάτης]], [[ἀρνευτήρ]], [[κανδαλιστής]], [[κρημνοβάτης]], [[κυβιστητήρ]], [[ὀρχηστήρ]], [[ὀρχηστής]], [[πεταυριστής]], [[πετευριστήρ]], [[πετευριστής]]; Gujarati: કળાબાજ઼; Hebrew: ⁧לולין⁩; Hindi: कलाबाज़; Hungarian: akrobata; Italian: [[acrobata]]; Japanese: アクロバット; Korean: 곡예사; Latin: [[petaurista]], [[petauristes]], [[cernuus]], [[funambulus]], [[funiambulus]]; Marathi: डोंबारी; Norman: acrobate; Norwegian Bokmål: akrobat; Nynorsk: akrobat; Persian: ⁧بندباز⁩; Polish: akrobata, akrobatka; Portuguese: [[acrobata]]; Romanian: acrobat, acrobată; Russian: [[акробат]], [[акробатка]]; Sanskrit: जायाजीव; Serbo-Croatian Cyrillic: акробата, акробат; Roman: akrobata, akrobat; Slovak: akrobat, akrobatka; Slovene: akrobat, akrobatka; Spanish: [[acróbata]], [[saltimbanqui]], [[equilibrista]]; Swedish: akrobat; Tagalog: akrobata, sirkero, magsisirko; Thai: นักโลดโผน; Turkish: akrobat, cambaz
}}
}}

Latest revision as of 10:16, 25 February 2024

Greek Monolingual

ο (Α ἀκροβάτης) (Ν θηλ. ακροβάτις, ακροβάτισσα και ακροβάτρια)
νεοελλ.
1. αυτός που βαδίζει στις μύτες τών ποδιών του
2. ο ειδικευμένος εκτελεστής γυμναστικών ασκήσεων με ή χωρίς όργανα, όπως η σχοινοβασία, η αιώρηση κ.ά.
3. αυτός που έχει ως επάγγελμα τις ακροβασίες, ο επαγγελματίας ακροβάτης
αρχ.
αυτός που εκτελεί τελετουργικές ακροβασίες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρο- (Ι) + -βάτης < βαίνω.
ΠΑΡ. ακροβατικός
νεοελλ.
ακροβασία, ακροβατισμός, ακροβατηδόν].

Translations

acrobat

Albanian: akrobat; Arabic: ⁧بَهْلَوَان⁩; Armenian: ակրոբատ; Basque: akrobata; Catalan: acròbata, equilibrista; Chinese Mandarin: 雜技演員/杂技演员, 馬戲演員/马戏演员; Czech: akrobat, akrobatka; Danish: akrobat; Dutch: acrobaat, acrobate; Esperanto: akrobato, akrobatino, ekvilibristo, ekvilibristino; Estonian: akrobaat; Finnish: akrobaatti, tasapainotaiteilija; French: acrobate; Georgian: ჯამბაზი; German: Akrobat, Akrobatin; Greek: ακροβάτης, ακροβάτισσα; Ancient Greek: ἀκροβάτης, ἀρνευτήρ, κανδαλιστής, κρημνοβάτης, κυβιστητήρ, ὀρχηστήρ, ὀρχηστής, πεταυριστής, πετευριστήρ, πετευριστής; Gujarati: કળાબાજ઼; Hebrew: ⁧לולין⁩; Hindi: कलाबाज़; Hungarian: akrobata; Italian: acrobata; Japanese: アクロバット; Korean: 곡예사; Latin: petaurista, petauristes, cernuus, funambulus, funiambulus; Marathi: डोंबारी; Norman: acrobate; Norwegian Bokmål: akrobat; Nynorsk: akrobat; Persian: ⁧بندباز⁩; Polish: akrobata, akrobatka; Portuguese: acrobata; Romanian: acrobat, acrobată; Russian: акробат, акробатка; Sanskrit: जायाजीव; Serbo-Croatian Cyrillic: акробата, акробат; Roman: akrobata, akrobat; Slovak: akrobat, akrobatka; Slovene: akrobat, akrobatka; Spanish: acróbata, saltimbanqui, equilibrista; Swedish: akrobat; Tagalog: akrobata, sirkero, magsisirko; Thai: นักโลดโผน; Turkish: akrobat, cambaz