βαύνος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(7)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=βαῡνος και βαυνός, ο (Α)<br /><b>1.</b> [[κλίβανος]], [[φούρνος]]<br /><b>2.</b> [[τρίπους]], [[πυροστιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που εισάχθηκε στην Ελληνική με το [[αντικείμενο]] που δήλωνε και με την [[τεχνική]] που συνδέεται με αυτό. Η λ. μαρτυρείται στους μεταγενέστερους χρόνους, [[αλλά]] πιθ. να [[είναι]] αρχαιότερη, αν θεωρηθεί ότι αποτελεί το α' συνθετικό της λ. [[βάναυσος]].
|mltxt=[[βαύνος]], [[βαῦνος]] και [[βαυνός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[κλίβανος]], [[φούρνος]]<br /><b>2.</b> [[τρίπους]], [[πυροστιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που εισάχθηκε στην Ελληνική με το [[αντικείμενο]] που δήλωνε και με την [[τεχνική]] που συνδέεται με αυτό. Η λ. μαρτυρείται στους μεταγενέστερους χρόνους, [[αλλά]] πιθ. να [[είναι]] αρχαιότερη, αν θεωρηθεί ότι αποτελεί το α' συνθετικό της λ. [[βάναυσος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:28, 25 February 2024

Greek Monolingual

βαύνος, βαῦνος και βαυνός, ο (Α)
1. κλίβανος, φούρνος
2. τρίπους, πυροστιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που εισάχθηκε στην Ελληνική με το αντικείμενο που δήλωνε και με την τεχνική που συνδέεται με αυτό. Η λ. μαρτυρείται στους μεταγενέστερους χρόνους, αλλά πιθ. να είναι αρχαιότερη, αν θεωρηθεί ότι αποτελεί το α' συνθετικό της λ. βάναυσος.