ζυγίς: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ζυγίς]], - | |mltxt=η (Α [[ζυγίς]], -ίδος) [[ζυγόν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] του φυτού [[θύμος]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>ζυγίδες</i><br />ξύλινα τεύχη (τραβέρσες) που τοποθετούνται εγκάρσια στα σκέλη του θωρακίου τόσο στην [[πρώρα]] όσο και στην [[πρύμνη]] του ιστού, για να υποστηρίζουν το [[θωράκιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] άγριου θύμου, [[έρπυλλος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:08, 1 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, = ἕρπυλλος, Dsc. 3.38, Philin. ap. Ath.15.681f.
German (Pape)
[Seite 1140] ίδος, ἡ, serpyllium silvestre, Ath. XV, 681 f; Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ζυγίς: -ίδος, ἡ, εἶδος ἀγρίου θύμου, ἕρπυλλος, serpyllum silvestre, Διοσκ. 3. 46, Φιλῖν. παρ’ Ἀθην. 681F.
Greek Monolingual
η (Α ζυγίς, -ίδος) ζυγόν
νεοελλ.
1. είδος του φυτού θύμος
2. ναυτ. στον πληθ. ζυγίδες
ξύλινα τεύχη (τραβέρσες) που τοποθετούνται εγκάρσια στα σκέλη του θωρακίου τόσο στην πρώρα όσο και στην πρύμνη του ιστού, για να υποστηρίζουν το θωράκιο
αρχ.
είδος άγριου θύμου, έρπυλλος.