λαμυρίς: Difference between revisions
From LSJ
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
(import 2016b) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lamyris | |Transliteration C=lamyris | ||
|Beta Code=lamuri/s | |Beta Code=lamuri/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, < | |Definition=-ίδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[λωγάνιον]], Sch.Luc.''Lex''.3. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0014.png Seite 14]] ίδος, ἡ, = λωγάνιον, gehol. Luc. Lexiph. 3. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λαμυρίς''': ἡ, = [[λωγάνιον]], Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφ. 3. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λαμυρίς]], -ίδος, ἡ (Α)<br />το λιπαρό [[δέρμα]] που κρέμεται από τον λαιμό τών βοδιών, αλλ. [[λωγάνιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με το επίθ. [[λαμυρός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:10, 1 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A = λωγάνιον, Sch.Luc.Lex.3.
German (Pape)
[Seite 14] ίδος, ἡ, = λωγάνιον, gehol. Luc. Lexiph. 3.
Greek (Liddell-Scott)
λαμυρίς: ἡ, = λωγάνιον, Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφ. 3.
Greek Monolingual
λαμυρίς, -ίδος, ἡ (Α)
το λιπαρό δέρμα που κρέμεται από τον λαιμό τών βοδιών, αλλ. λωγάνιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το επίθ. λαμυρός.