οκτασέλιδος: Difference between revisions
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
(28) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[οχτασέλιδος]], -η, -ο (Μ ὀκτασέλιδος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[οκτώ]] σελίδες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το οκτασέλιδο</i> και <i>οχτασέλιδο</i><br />έντυπο ή [[χειρόγραφο]] που αποτελείται από [[οκτώ]] σελίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> [[σελίς]], - | |mltxt=και [[οχτασέλιδος]], -η, -ο (Μ ὀκτασέλιδος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[οκτώ]] σελίδες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το οκτασέλιδο</i> και <i>οχτασέλιδο</i><br />έντυπο ή [[χειρόγραφο]] που αποτελείται από [[οκτώ]] σελίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> [[σελίς]], -ίδος]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:11, 1 March 2024
Greek Monolingual
και οχτασέλιδος, -η, -ο (Μ ὀκτασέλιδος, -ον)
1. αυτός που αποτελείται από οκτώ σελίδες
2. το ουδ. ως ουσ. το οκτασέλιδο και οχτασέλιδο
έντυπο ή χειρόγραφο που αποτελείται από οκτώ σελίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + σελίς, -ίδος].