προβοσκίδα: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
(34)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[προβοσκίς]], -[[ίδος]], ΝΜΑ<br />(σε διάφορα ζώα ή έντομα) [[εμφανής]] [[σαρκώδης]] [[προεκβολή]] από το πρόσθιο [[μέρος]] της κεφαλής κατάλληλη για την [[εύρεση]] ή και τη [[λήψη]] τροφής, όπως [[είναι]] λ.χ. η [[σωληνοειδής]] [[προέκταση]] της [[μύτης]] του ελέφαντα, το [[ρύγχος]] του ταπίρου και το μυζητικό όργανο του κουνουπιού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ προβοσκίδες</i><br />οι δύο μακροί πλόκαμοι της σουπιάς και της τενθίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοσκίς</i>, -[[ίδος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>επι</i>-<i>βοσκίς</i>].
|mltxt=η / [[προβοσκίς]], -ίδος, ΝΜΑ<br />(σε διάφορα ζώα ή έντομα) [[εμφανής]] [[σαρκώδης]] [[προεκβολή]] από το πρόσθιο [[μέρος]] της κεφαλής κατάλληλη για την [[εύρεση]] ή και τη [[λήψη]] τροφής, όπως [[είναι]] λ.χ. η [[σωληνοειδής]] [[προέκταση]] της [[μύτης]] του ελέφαντα, το [[ρύγχος]] του ταπίρου και το μυζητικό όργανο του κουνουπιού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ προβοσκίδες</i><br />οι δύο μακροί πλόκαμοι της σουπιάς και της τενθίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοσκίς</i>, βοσκίδος (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), <b>πρβλ.</b> [[επιβοσκίς]]].
}}
{{trml
|trtx====[[trunk]]===
Albanian: feçkë; Arabic: خُرْطُوم‎; Armenian: կնճիթ; Assamese: শুঁৰ; Azerbaijani: xortum; Bashkir: морон; Belarusian: хобат; Bulgarian: хобот; Burmese: နှာမောင်း; Catalan: trompa; Chichewa: chitamba; Chinese Mandarin: 象鼻子, 鼻子, 象鼻, 長鼻, 长鼻; Czech: chobot; Danish: snabel; Dutch: [[slurf]]; Early Assamese: শুণ্ড; Erzya: судокс; Esperanto: rostro; Finnish: kärsä; French: [[trompe]]; Galician: trompa; German: [[Rüssel]]; Greek: [[προβοσκίδα]]; Ancient Greek: [[μυκτήρ]], [[προβοσκίς]]; Gujarati: સુંઢ; Hebrew: חֵדֶק‎; Hindi: सूंड; Hungarian: ormány; Ido: rostro; Indonesian: belalai; Italian: [[proboscide]]; Japanese: 鼻; Kazakh: тұмсық, пілтұмсық; Khmer: ប្រមោយ, ហត្ថ, ដៃ, ម៉ោងជាង; Korean: 코; Kumyk: хонта; Kyrgyz: тумшук; Lao: ງວງ, ກອນ; Latgalian: šņucs; Latin: [[proboscis]]; Latvian: snuķis; Macedonian: сурла; Malay: belalai; Maori: ihuroa, ihutotoro; Mongolian Cyrillic: хамар, хошуу; Mongolian: ᠬᠠᠪᠠᠷ, ᠬᠣᠰᠢᠭᠤ; Norwegian Bokmål: snabel; Nynorsk: snabel; Persian: خرطوم‎, شنگ‎; Polish: trąba; Portuguese: [[tromba]]; Romanian: trompă; Russian: [[хобот]]; Scottish Gaelic: sròn; Serbo-Croatian Cyrillic: сурла; Roman: surla; Slovak: chobot; Slovene: rilec; Spanish: [[trompa]]; Swedish: snabel; Tagalog: bulalay; Tajik: хартум; Tatar: томшык; Telugu: తొండము; Thai: งวง; Turkish: hortum; Turkmen: hortum; Ukrainian: хобот; Urdu: سونڈ‎; Uzbek: xartum; Vietnamese: vòi voi, vòi; Welsh: trwnc; Zazaki: xortım
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 1 March 2024

Greek Monolingual

η / προβοσκίς, -ίδος, ΝΜΑ
(σε διάφορα ζώα ή έντομα) εμφανής σαρκώδης προεκβολή από το πρόσθιο μέρος της κεφαλής κατάλληλη για την εύρεση ή και τη λήψη τροφής, όπως είναι λ.χ. η σωληνοειδής προέκταση της μύτης του ελέφαντα, το ρύγχος του ταπίρου και το μυζητικό όργανο του κουνουπιού
αρχ.
στον πληθ. αἱ προβοσκίδες
οι δύο μακροί πλόκαμοι της σουπιάς και της τενθίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -βοσκίς, βοσκίδος (< βόσκω), πρβλ. επιβοσκίς].

Translations

trunk

Albanian: feçkë; Arabic: خُرْطُوم‎; Armenian: կնճիթ; Assamese: শুঁৰ; Azerbaijani: xortum; Bashkir: морон; Belarusian: хобат; Bulgarian: хобот; Burmese: နှာမောင်း; Catalan: trompa; Chichewa: chitamba; Chinese Mandarin: 象鼻子, 鼻子, 象鼻, 長鼻, 长鼻; Czech: chobot; Danish: snabel; Dutch: slurf; Early Assamese: শুণ্ড; Erzya: судокс; Esperanto: rostro; Finnish: kärsä; French: trompe; Galician: trompa; German: Rüssel; Greek: προβοσκίδα; Ancient Greek: μυκτήρ, προβοσκίς; Gujarati: સુંઢ; Hebrew: חֵדֶק‎; Hindi: सूंड; Hungarian: ormány; Ido: rostro; Indonesian: belalai; Italian: proboscide; Japanese: 鼻; Kazakh: тұмсық, пілтұмсық; Khmer: ប្រមោយ, ហត្ថ, ដៃ, ម៉ោងជាង; Korean: 코; Kumyk: хонта; Kyrgyz: тумшук; Lao: ງວງ, ກອນ; Latgalian: šņucs; Latin: proboscis; Latvian: snuķis; Macedonian: сурла; Malay: belalai; Maori: ihuroa, ihutotoro; Mongolian Cyrillic: хамар, хошуу; Mongolian: ᠬᠠᠪᠠᠷ, ᠬᠣᠰᠢᠭᠤ; Norwegian Bokmål: snabel; Nynorsk: snabel; Persian: خرطوم‎, شنگ‎; Polish: trąba; Portuguese: tromba; Romanian: trompă; Russian: хобот; Scottish Gaelic: sròn; Serbo-Croatian Cyrillic: сурла; Roman: surla; Slovak: chobot; Slovene: rilec; Spanish: trompa; Swedish: snabel; Tagalog: bulalay; Tajik: хартум; Tatar: томшык; Telugu: తొండము; Thai: งวง; Turkish: hortum; Turkmen: hortum; Ukrainian: хобот; Urdu: سونڈ‎; Uzbek: xartum; Vietnamese: vòi voi, vòi; Welsh: trwnc; Zazaki: xortım