επιβοσκίς

From LSJ

ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry

Source

Greek Monolingual

ἐπιβοσκίς, η (Α)
προβοσκίδα (τών εντόμων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -βοσκίς < θ. βοσκο- (βοσκός)
πρβλ. προβοσκίς].