Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκορπίδι: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(37)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν [[σκορπίς]], -[[ίδος]]]<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] δύο ειδών σκορπιονοειδών ψαριών, του Scorpaena porcus, [[δηλαδή]] του [[καθαυτό]] σκορπιού, και του Scorpaena notata<br /><b>2.</b> το [[σκορπιδόχορτο]].
|mltxt=το, Ν [[σκορπίς]], -ίδος]<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] δύο ειδών σκορπιονοειδών ψαριών, του Scorpaena porcus, [[δηλαδή]] του [[καθαυτό]] σκορπιού, και του Scorpaena notata<br /><b>2.</b> το [[σκορπιδόχορτο]].
}}
}}

Latest revision as of 14:16, 1 March 2024

Greek Monolingual

το, Ν σκορπίς, -ίδος]
1. κοινή ονομασία δύο ειδών σκορπιονοειδών ψαριών, του Scorpaena porcus, δηλαδή του καθαυτό σκορπιού, και του Scorpaena notata
2. το σκορπιδόχορτο.