σκορπίδι: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
(37)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν [[σκορπίς]], -[[ίδος]]]<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] δύο ειδών σκορπιονοειδών ψαριών, του Scorpaena porcus, [[δηλαδή]] του [[καθαυτό]] σκορπιού, και του Scorpaena notata<br /><b>2.</b> το [[σκορπιδόχορτο]].
|mltxt=το, Ν [[σκορπίς]], -ίδος]<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] δύο ειδών σκορπιονοειδών ψαριών, του Scorpaena porcus, [[δηλαδή]] του [[καθαυτό]] σκορπιού, και του Scorpaena notata<br /><b>2.</b> το [[σκορπιδόχορτο]].
}}
}}

Latest revision as of 14:16, 1 March 2024

Greek Monolingual

το, Ν σκορπίς, -ίδος]
1. κοινή ονομασία δύο ειδών σκορπιονοειδών ψαριών, του Scorpaena porcus, δηλαδή του καθαυτό σκορπιού, και του Scorpaena notata
2. το σκορπιδόχορτο.