καθαυτό

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

German (Pape)

[Seite 1282] = καθ' αὑτό, an und für sich, absolut, Sp.

Greek Monolingual

και καθεαυτό και καθεαυτού
επίρρ. (σε συνεκφορά με ουσ. ή επίθ.) αναμφισβήτητα, κυριολεκτικά, γνήσια, κατεξοχήν («αυτό που κάνεις είναι καθαυτό τρέλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἑαυτὸ με κράση].