καθαυτό

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source

German (Pape)

[Seite 1282] = καθ' αὑτό, an und für sich, absolut, Sp.

Greek Monolingual

και καθεαυτό και καθεαυτού
επίρρ. (σε συνεκφορά με ουσ. ή επίθ.) αναμφισβήτητα, κυριολεκτικά, γνήσια, κατεξοχήν («αυτό που κάνεις είναι καθαυτό τρέλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἑαυτὸ με κράση].