σανιδώδης: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sanidodis | |Transliteration C=sanidodis | ||
|Beta Code=sanidw/dhs | |Beta Code=sanidw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=σανιδῶδες, [[like a plank]], [[flat]], Aret.''SD''1.8, Plu.2.896e. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες / [[σανιδώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[σανίς]], - | |mltxt=-ες / [[σανιδώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[σανίς]], -ίδος]<br />όμοιος με [[σανίδα]], [[ιδίως]] ως [[προς]] το [[σχήμα]], αυτός που [[είναι]] [[πλατύς]] σαν [[σανίδα]], [[σανιδοειδής]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:19, 1 March 2024
English (LSJ)
σανιδῶδες, like a plank, flat, Aret.SD1.8, Plu.2.896e.
German (Pape)
[Seite 861] ες, einem Brett ähnlich, Aret.
Russian (Dvoretsky)
σᾰνῐδώδης: имеющий вид доски Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰνῐδώδης: -ες, (εἶδος) πλατὺς ὡς σανίς, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 8.
Greek Monolingual
-ες / σανιδώδης, -ῶδες, ΝΑ σανίς, -ίδος]
όμοιος με σανίδα, ιδίως ως προς το σχήμα, αυτός που είναι πλατύς σαν σανίδα, σανιδοειδής.