βλαστέω: Difference between revisions

From LSJ

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280
(1b)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0447.png Seite 447]] erzeugen, Aesch. Ch. 582 zw.; βλαστουμένη Soph. frg. Thyest. 6. Bei Sp. = [[βλαστάνω]] 1); βλάστεον Ap. Rh. 4, 1425. S. ἐβλάστησα.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0447.png Seite 447]] erzeugen, Aesch. Ch. 582 zw.; βλαστουμένη Soph. frg. Thyest. 6. Bei Sp. = [[βλαστάνω]] 1); βλάστεον Ap. Rh. 4, 1425. S. ἐβλάστησα.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> <i>intr.</i> germer, pousser, croître;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> [[faire germer]], [[faire naître]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[βλαστάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''βλαστέω:'''<br /><b class="num">1</b> досл. выращивать, перен. возжигать Aesch.;<br /><b class="num">2</b> med. [[произрастать]], [[вырастать]] Soph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βλαστέω''': σπανιώτερος [[τύπος]] τοῦ [[βλαστάνω]], [[συχνάκις]] ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰσαγόμενος εἰς τὰ χειρόγραφα ἀντὶ τῶν τοῦ ἀορ. β τύπων βλάστῃ, βλαστών· ἀλλ΄ ἀπαντᾷ παρὰ συγγραφ. τοῦ μεταγενεστέρου Ἑλληνισμοῦ, ὡς ὁ Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 17· βλαστήσομαι Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 6· βλαστηθείς Φίλων 1. 667· τὰ δὲ βλαστοῦσι ἐν Αἰσχύλ. Χο. 589 καὶ βλαστουμένη ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 239 φαίνονται ἐφθαρμένα.
|lstext='''βλαστέω''': σπανιώτερος [[τύπος]] τοῦ [[βλαστάνω]], [[συχνάκις]] ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰσαγόμενος εἰς τὰ χειρόγραφα ἀντὶ τῶν τοῦ ἀορ. β τύπων βλάστῃ, βλαστών· ἀλλ΄ ἀπαντᾷ παρὰ συγγραφ. τοῦ μεταγενεστέρου Ἑλληνισμοῦ, ὡς ὁ Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 17· βλαστήσομαι Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 6· βλαστηθείς Φίλων 1. 667· τὰ δὲ βλαστοῦσι ἐν Αἰσχύλ. Χο. 589 καὶ βλαστουμένη ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 239 φαίνονται ἐφθαρμένα.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> <i>intr.</i> germer, pousser, croître;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> faire germer, faire naître.<br />'''Étymologie:''' cf. [[βλαστάνω]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 14: Line 17:
|lsmtext='''βλαστέω:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[βλαστάνω]], [[συχνά]] εισαγόμενος από τους αντιγραφείς για τους τύπους του αορ. βʹ <i>βλαστεῖν</i>, <i>βλαστών</i>.
|lsmtext='''βλαστέω:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[βλαστάνω]], [[συχνά]] εισαγόμενος από τους αντιγραφείς για τους τύπους του αορ. βʹ <i>βλαστεῖν</i>, <i>βλαστών</i>.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''βλαστέω:''' <b class="num">1)</b> досл. выращивать, перен. возжигать Aesch.;<br /><b class="num">2)</b> med. произрастать, вырастать Soph.
|mdlsjtxt=late form of [[βλαστάνω]], often introduced by Copyist for the aor2 forms βλαστεῖν, βλαστών.
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 3 March 2024

German (Pape)

[Seite 447] erzeugen, Aesch. Ch. 582 zw.; βλαστουμένη Soph. frg. Thyest. 6. Bei Sp. = βλαστάνω 1); βλάστεον Ap. Rh. 4, 1425. S. ἐβλάστησα.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. et impf.
1 intr. germer, pousser, croître;
2 tr. faire germer, faire naître.
Étymologie: cf. βλαστάνω.

Russian (Dvoretsky)

βλαστέω:
1 досл. выращивать, перен. возжигать Aesch.;
2 med. произрастать, вырастать Soph.

Greek (Liddell-Scott)

βλαστέω: σπανιώτερος τύπος τοῦ βλαστάνω, συχνάκις ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰσαγόμενος εἰς τὰ χειρόγραφα ἀντὶ τῶν τοῦ ἀορ. β τύπων βλάστῃ, βλαστών· ἀλλ΄ ἀπαντᾷ παρὰ συγγραφ. τοῦ μεταγενεστέρου Ἑλληνισμοῦ, ὡς ὁ Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 17· βλαστήσομαι Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 6· βλαστηθείς Φίλων 1. 667· τὰ δὲ βλαστοῦσι ἐν Αἰσχύλ. Χο. 589 καὶ βλαστουμένη ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 239 φαίνονται ἐφθαρμένα.

Spanish (DGE)

• Morfología: [impf. βλάστεσκε S.Fr.546.3]
brotar, surgir, crecer βλαστεῖ ... δένδρεα Lyr.Adesp.114, cf. Thphr.CP 2.17.4, Eus.LC 13, βλάστουσι ... λαμπάδες πεδάοροι A.Ch.589 (var., v. βλάπτω I 2), cf. S.l.c., en v. med. mismo sent. τέμνεται βλαστουμένη ὀπώρα S.Fr.255.7.

Greek Monotonic

βλαστέω: μεταγεν. τύπος του βλαστάνω, συχνά εισαγόμενος από τους αντιγραφείς για τους τύπους του αορ. βʹ βλαστεῖν, βλαστών.

Middle Liddell

late form of βλαστάνω, often introduced by Copyist for the aor2 forms βλαστεῖν, βλαστών.