ἀναισχύντημα: Difference between revisions

From LSJ

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(ptext.*?)\bThat\b(.*?\n}})" to "$1Tat$2")
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anaischyntima
|Transliteration C=anaischyntima
|Beta Code=a)naisxu/nthma
|Beta Code=a)naisxu/nthma
|Definition=-ατος, τό, [[impudent act]] or [[speech]], Hyp.''Fr.''226, Gal.''UP''10.9.
|Definition=ἀναισχυντήματος, τό, [[impudent act]] or [[speech]], Hyp.''Fr.''226, Gal.''UP''10.9.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό [[desvergüenza]] Hyp.<i>Fr</i>.226, Gal.3.801.
|dgtxt=ἀναισχυντήματος, τό [[desvergüenza]] Hyp.<i>Fr</i>.226, Gal.3.801.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναισχύντημα''': -ατος, τό, [[ἀναίσχυντος]] ἢ ἀναιδὴς [[πρᾶξις]] Ὑπερείδ. Ἀποσπ. 254, Πολυδ. ϛ΄, 180.
|lstext='''ἀναισχύντημα''': ἀναισχυντήματος, τό, [[ἀναίσχυντος]] ἢ ἀναιδὴς [[πρᾶξις]] Ὑπερείδ. Ἀποσπ. 254, Πολυδ. ϛ΄, 180.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναισχύντημα]], το (Α) [[ἀναισχυντῶ]]<br />αναίσχυντη [[πράξη]] ή [[λόγος]], [[αναίδεια]].
|mltxt=[[ἀναισχύντημα]], το (Α) [[ἀναισχυντῶ]]<br />αναίσχυντη [[πράξη]] ή [[λόγος]], [[αναίδεια]].
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 7 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναισχύντημα Medium diacritics: ἀναισχύντημα Low diacritics: αναισχύντημα Capitals: ΑΝΑΙΣΧΥΝΤΗΜΑ
Transliteration A: anaischýntēma Transliteration B: anaischyntēma Transliteration C: anaischyntima Beta Code: a)naisxu/nthma

English (LSJ)

ἀναισχυντήματος, τό, impudent act or speech, Hyp.Fr.226, Gal.UP10.9.

Spanish (DGE)

ἀναισχυντήματος, τό desvergüenza Hyp.Fr.226, Gal.3.801.

German (Pape)

[Seite 190] τό, unverschämte Tat, Hyperid. bei Poll. 6, 108.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναισχύντημα: ἀναισχυντήματος, τό, ἀναίσχυντος ἢ ἀναιδὴς πρᾶξις Ὑπερείδ. Ἀποσπ. 254, Πολυδ. ϛ΄, 180.

Greek Monolingual

ἀναισχύντημα, το (Α) ἀναισχυντῶ
αναίσχυντη πράξη ή λόγος, αναίδεια.