ἀγκιστρόω: Difference between revisions
Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(όω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ankistroo | |Transliteration C=ankistroo | ||
|Beta Code=a)gkistro/w | |Beta Code=a)gkistro/w | ||
|Definition=<b class="num">1</b> | |Definition=Pass.<br><b class="num">1</b>to [[be furnished with barbs]], Plu. ''Crass.'' 25.<br><b class="num">2</b>to [[be caught by a hook]], πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ = pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body Lyc. 67. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[ἀγκιστρῶ]] :<br /><i>part. pf. Pass.</i> ἠγκιστρωμένος;<br />[[recourber en forme d'hameçon]], [[recourber en forme de crochet]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄγκιστρον]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγκιστρόω''': -ώσω, ([[ἄγκιστρον]]), ἀγκιστρώνω, [[συλλαμβάνω]] δι’ ἀγκίστρου ἰχθύν, «ἠγκιστρωμένον [[ἰχθύδιον]]», Συνέσ. 1340Β. ― τροπικῶς, κρατῶ, [[συλλαμβάνω]], [[αἰχμαλωτίζω]]· «πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη», Λυκόφρ. 67. Δαμασκ. ΙΙΙ. 821D. «ἀγκιστρωμένος, κατεχόμενος· ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἰχθύων τῶν κατεχομένων ἐν τῷ ἀγκίστρῳ», Ἐτυμ. Μ. 2) [[κατασκευάζω]] τι εἰς [[σχῆμα]] ἀγκίστρου, ποιῶ τι ἀγκιστρωτόν· «ἠγκιστρωμένας ἀκίδας», Πλούτ. Κράσσ. 25. | |lstext='''ἀγκιστρόω''': -ώσω, ([[ἄγκιστρον]]), ἀγκιστρώνω, [[συλλαμβάνω]] δι’ ἀγκίστρου ἰχθύν, «ἠγκιστρωμένον [[ἰχθύδιον]]», Συνέσ. 1340Β. ― τροπικῶς, κρατῶ, [[συλλαμβάνω]], [[αἰχμαλωτίζω]]· «πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη», Λυκόφρ. 67. Δαμασκ. ΙΙΙ. 821D. «ἀγκιστρωμένος, κατεχόμενος· ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἰχθύων τῶν κατεχομένων ἐν τῷ ἀγκίστρῳ», Ἐτυμ. Μ. 2) [[κατασκευάζω]] τι εἰς [[σχῆμα]] ἀγκίστρου, ποιῶ τι ἀγκιστρωτόν· «ἠγκιστρωμένας ἀκίδας», Πλούτ. Κράσσ. 25. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:45, 19 March 2024
English (LSJ)
Pass.
1to be furnished with barbs, Plu. Crass. 25.
2to be caught by a hook, πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ = pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body Lyc. 67.
Spanish (DGE)
I 1enganchar ῥαφαῖς ὑπὸ τὰς ἐπιπτυχὰς τὴν συμπλοκὴν ἀγκιστρώσαντες (descripción de una armadura de escamas), Hld.9.15.2.
2 fig. traspasar πόθῳ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη Lyc.67.
II proveer de punta arponada ἠγκιστρωμέναι ἀκίδες Plu.Crass.25.
German (Pape)
[Seite 15] zu einer Angel machen, krümmen, ἠγκιστρωμέναι ἀκίδες, Widerhaken, Plut. Crass. 25; aber ἰχθύδιον, mit der Angel gefangen, Synes.; πόθῳ Lyc. 67
French (Bailly abrégé)
ἀγκιστρῶ :
part. pf. Pass. ἠγκιστρωμένος;
recourber en forme d'hameçon, recourber en forme de crochet.
Étymologie: ἄγκιστρον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγκιστρόω: -ώσω, (ἄγκιστρον), ἀγκιστρώνω, συλλαμβάνω δι’ ἀγκίστρου ἰχθύν, «ἠγκιστρωμένον ἰχθύδιον», Συνέσ. 1340Β. ― τροπικῶς, κρατῶ, συλλαμβάνω, αἰχμαλωτίζω· «πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη», Λυκόφρ. 67. Δαμασκ. ΙΙΙ. 821D. «ἀγκιστρωμένος, κατεχόμενος· ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἰχθύων τῶν κατεχομένων ἐν τῷ ἀγκίστρῳ», Ἐτυμ. Μ. 2) κατασκευάζω τι εἰς σχῆμα ἀγκίστρου, ποιῶ τι ἀγκιστρωτόν· «ἠγκιστρωμένας ἀκίδας», Πλούτ. Κράσσ. 25.