ἀλληλένδετος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
(2)
m (Text replacement - "<b>συνήθως στον πληθ.</b>" to "<b>συνήθως στον πληθ.</b>")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἀλληλένδετος]], -ον)<br /><b>[[συνήθως]] στον πληθ.</b> (κυριολ. και μτφ.) αυτοί που αμοιβαία συνδέονται με άλλους, αυτοί που αμοιβαία εξαρτώνται από άλλους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το αλληλένδετο</i><br />αλληλοσύνδεοη, [[αλληλεξάρτηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλληλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ένδετος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἐνδῶ</i> (-έω) «[[συνδέω]]»)].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἀλληλένδετος]], -ον)<br /><b>συνήθως στον πληθ.</b> (κυριολ. και μτφ.) αυτοί που αμοιβαία συνδέονται με άλλους, αυτοί που αμοιβαία εξαρτώνται από άλλους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το αλληλένδετο</i><br />αλληλοσύνδεοη, [[αλληλεξάρτηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλληλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ένδετος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἐνδῶ</i> (-έω) «[[συνδέω]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 14:36, 21 March 2024

German (Pape)

[Seite 102] gegenseitig verbunden, Sp.

Spanish (DGE)

-ον
entrelazado, engarzado ἐν ἀλύσει χρυσῇ κρικίοις ἀλληλενδέτοις en una cadena de oro de anillas entrelazadas Meth.Palm.M.18.384A, de la Trinidad, Gr.Nyss.M.44.1341D
en ret. ὑποθέσεις Sch.A.Pr.36.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἀλληλένδετος, -ον)
συνήθως στον πληθ. (κυριολ. και μτφ.) αυτοί που αμοιβαία συνδέονται με άλλους, αυτοί που αμοιβαία εξαρτώνται από άλλους
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το αλληλένδετο
αλληλοσύνδεοη, αλληλεξάρτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλ(ο)- + -ένδετος (< ἐνδῶ (-έω) «συνδέω»)].