γαλακτίας: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "<b>συνήθως στον πληθ.</b>" to "<b>συνήθως στον πληθ.</b>") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[γαλακτίας]]) [[γάλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b> | |mltxt=ο (Α [[γαλακτίας]]) [[γάλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνήθως στον πληθ.</b><br /><b>1.</b> τα [[πρώτα]] δόντια τών παιδιών, οι νεογιλείς οδόντες<br /><b>2.</b> τα [[πρώτα]] δόντια των αλόγων<br /><b>αρχ.</b><br />[[γαλακτίας]] ή «[[γαλακτίας]] [[κύκλος]]» — ο [[γαλαξίας]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:37, 21 March 2024
English (LSJ)
-ου, ὁ, with and without κύκλος, = γαλαξίας, Ptol.Alm. 8.2.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ la Vía Láctea Ptol.Alm.8.2, cf. γαλαξίας.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλακτίας: ἴδε ἐν λ. γαλαξίας.
Greek Monolingual
ο (Α γαλακτίας) γάλα
νεοελλ.
συνήθως στον πληθ.
1. τα πρώτα δόντια τών παιδιών, οι νεογιλείς οδόντες
2. τα πρώτα δόντια των αλόγων
αρχ.
γαλακτίας ή «γαλακτίας κύκλος» — ο γαλαξίας.