Τυνδάρειος: Difference between revisions

From LSJ

Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt

Menander, Monostichoi, 532
(Bailly1_5)
 
m (elru replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />de Tyndare.<br />'''Étymologie:''' [[Τυνδάρεος]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />[[de Tyndare]].<br />'''Étymologie:''' [[Τυνδάρεος]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ον, θηλ. και -ος, Α [[Τυνδάρεος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τυνδάρεω, μυθικό βασιλιά της Σπάρτης.
}}
{{elru
|elrutext='''Τυνδάρειος:''' и 2 (ᾰ) тиндареев Eur., Arph.
}}
}}

Latest revision as of 22:08, 21 March 2024

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
de Tyndare.
Étymologie: Τυνδάρεος.

Greek Monolingual

-α, -ον, θηλ. και -ος, Α Τυνδάρεος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τυνδάρεω, μυθικό βασιλιά της Σπάρτης.

Russian (Dvoretsky)

Τυνδάρειος: и 2 (ᾰ) тиндареев Eur., Arph.