τυπάς: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(12) |
|||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=typas | |Transliteration C=typas | ||
|Beta Code=tupa/s | |Beta Code=tupa/s | ||
|Definition=άδος, ἡ, < | |Definition=τυπάδος, ἡ, [[mallet]], [[hammer]], [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''844, cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=άδος, ἡ, <i>[[Schlägel]], [[Hammer]]</i>, Soph. frg. 743. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τῠπάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ [[молот]] Soph., Plut. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τῠπάς''': -άδος, ἡ [[σφῦρα]], [[σφυρίον]], «τὴν γὰρ Ἐργάνην οὗτοι μόνον θεραπεύουσιν, ὥς φησι Σοφοκλῆς (ἐν Ἀποσπ. 743), οἱ παρ’ ἄκμονι τυπάδι βαρείᾳ καὶ πληγαῖς ὑπακούουσαν ὕλην ἄψυχον δημιουργοῦντες» Πλούτ. 2. 802Β. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[τυπάδα]].<br /><b>(II)</b><br />ο, Ν<br />(<b>ιδιωμ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ύφος<br /><b>2.</b> [[καπάτσος]], [[τσίφτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύπος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> (<b>πρβλ.</b> [[γυναικάς]], [[φαφλατάς]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:50, 23 March 2024
English (LSJ)
τυπάδος, ἡ, mallet, hammer, S.Fr.844, cf. Hsch.
German (Pape)
άδος, ἡ, Schlägel, Hammer, Soph. frg. 743.
Russian (Dvoretsky)
τῠπάς: άδος (ᾰδ) ἡ молот Soph., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τῠπάς: -άδος, ἡ σφῦρα, σφυρίον, «τὴν γὰρ Ἐργάνην οὗτοι μόνον θεραπεύουσιν, ὥς φησι Σοφοκλῆς (ἐν Ἀποσπ. 743), οἱ παρ’ ἄκμονι τυπάδι βαρείᾳ καὶ πληγαῖς ὑπακούουσαν ὕλην ἄψυχον δημιουργοῦντες» Πλούτ. 2. 802Β.
Greek Monolingual
(I)
-άδος, ἡ, Α
βλ. τυπάδα.
(II)
ο, Ν
(ιδιωμ. τ.)
1. αυτός που έχει ύφος
2. καπάτσος, τσίφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κατάλ. -άς (πρβλ. γυναικάς, φαφλατάς)].